μια έρευνα
Γιάννης Αντάμης
Επιστρέφω στο Βόλο με το αμάξι. Αμέσως μετά τα διόδια της Πελασγίας ένας μπάτσος μού κάνει νόημα να σταματήσω. Τι έκανα πάλι, αναρωτιέμαι.
Κατεβάζω το παράθυρο.
«Καλημέρα σας! Τα παιδιά από εδώ θα ήθελαν να σας κάνουν μερικές ερωτήσεις», μου λέει και μου δείχνει ένα ζευγάρι με γαλάζια ντοσιέ και κίτρινα γιλέκα. Η νεαρά ωραιοτάτη! Ο νεαρός χιπστεροειδές με ένα μούσι σαν του Δαρείου. Τι ωραία! Ευκαιρία για τρολιά, σκέφτομαι.
Οι δυο νέοι με πλησιάζουν. Η νεαρά ανοίγει το στόμα της:
«Καλημέρα σας, είμαστε από το Υπουργείο Υποδομών και κάνουμε μια έρευνα»,
προλογίζει.
«Σας ακούω», παίρνω ύφος σοβαρό και υπεύθυνο.
«Από που έρχεστε;»
«Από την Βαβυλώνα.» (το σημειώνει)
«Που πηγαίνετε;»
«Στο μάτι του κυκλώνα.»
«Ορίστε;» (γουρλώνει τα ήδη τεράστιά της μάτια)
«Στο Βόλο, στο Βόλο…», διορθώνω.
Παραδόξως η τρίτη ερώτηση δεν είναι «ποιαν αγαπάω;».
«Πόσο συχνά χρησιμοποιείτε την Εθνική Οδό;»
«Βασικά, εδώ μένω.»
Διστάζει, αλλά για κάποιο λόγο νομίζω πως διακρίνω κάτι ενθαρρυντικό στο βλέμμα της.
«Να γράψουμε τέσσερις φορές το μήνα;»
«Τέσσερις φορές την εβδομάδα. Να τα λέμε, τώρα που γνωριστήκαμε…»
«Από ποια έξοδο βγήκατε;»
«Από τη Ρίτας Χέιγοουρθ.» (διστάζει ξανά – στοίχημα πως αν της έλεγα «από του Μεσολογγίου», θα το σημείωνε)
«Μας δουλεύει», πετάγεται από δίπλα ο σκυθρωπός κι αμίλητος, μέχρι εκείνη τη στιγμή, Φαρνάβαζος.
«Χρησιμοποιείτε ποτέ τους παράδρομους για να αποφύγετε τα διόδια;»
«Ποτέ! Το απαγορεύει η θρησκεία μου!»
Μου χαμογελάει… Εντάξει, την έχω.
«Και μια τελευταία ερώτηση…»
«Αν είναι για απόψε», την προλαβαίνω, «δυστυχώς, έχω κανονίσει. Αύριο βράδυ, όμως, θα μπορούσαμε. Μόνο να μην μου κουβαλήσεις μαζί και τον φίλο σου
τον Αρταξέρξη. Θα τα χαλάσουμε.»
Μου χαμογελάει ξανά… Ουσιαστικά πλέον τα έχουμε.
«Σας ευχαριστούμε! Οι απαντήσεις σας θα βοηθήσουν στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας.»
«Ναι, το ξέρω», της λέω, «θα μπαλώσετε με αυτές τις λακούβες έξω από τη Στυλίδα.»
Το χαμόγελο της νεαράς παγώνει. Ο νεαρός χαϊδεύει σατραπικά το μούσι του.
«Καλό ταξίδι, κύριε.»
Γαμώτο, πάνω που το είχα ψήσει το γκομενάκι, ξύπνησε μέσα μου ο λαϊκιστής και το χάλασα…
απόσπασμα από το βιβλίο «Το Ηπειροκεάνιο», dreamtigers019