ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Πάνος Παπαπαναγιώτου
Μόνο χειμώνες την έβλεπα. Τα καλοκαίρια τα περνούσε στο χωριό της. Έμενε ένα στενό πιο κάτω, ούτε μισή μαργαρίτα δρόμος, έλεγε. Εγώ, συνέταιρος στο φαρμακείο της αδερφής μου – απογεύματα μόνο, έτσι βόλευε.
Ερχόταν πριν κλείσω, η τελευταία πελάτισσα πάντα. Έμπαινε χαμογελαστή και ζητούσε τα φάρμακά της σε γενναίες ποσότητες. Είχα μάθει να μη ρωτάω. Αρκεί που πλήρωνε και όλοι ευχαριστημένοι.
Χαμογελούσε κι έβγαινε σιγοτραγουδώντας τον ίδιο σκοπό. Με τον καιρό, έμαθε το όνομά μου κι όταν τύχαινε να λείπω, δεν ψώνιζε. Ερχόταν την επομένη να τα πάρει διπλά. Μπορώ να πω με συμπαθούσε, μάλλον γιατί δεν ρώτησα ποτέ.
Κάποτε μου είπε γελώντας ότι εγώ έφερνα τον χειμώνα γι αυτήν. Από τότε, βλέποντάς την να μπαίνει, ήξερα κι εγώ με τη σειρά μου ότι ο χειμώνας ήρθε. Δεν έδινα σημασία όμως, μόνο γελούσα και της μετρούσα τα ρέστα.
Τελευταία ερχόταν πολύ κεφάτη. Περίεργο αν σκεφτείς ότι κόντευε τα ενενήντα. Καθόταν περισσότερο στο φαρμακείο, μου μιλούσε για τη ζωή της. Πώς ήρθαν οι δικοί της απ’ τη Μικρασία, πώς παντρεύτηκε με προξενιό και πώς αγάπησε τον άντρα της για πενήντα χρόνια ως να πεθάνει.
Στην αρχή αγανακτούσα. Γοητεύτηκα όμως και καθόμουν όλο και πιο αργά, για να την ακούω. Μου είπε για πολέμους και προσφυγιές, για τα δυο αδέρφια της που αλληλοσκοτώθηκαν στον εμφύλιο κι έμεινε αυτή να νταντεύει τους γονείς. Για τα παιδιά της που σπούδασαν και παντρεύτηκαν στο εξωτερικό. Σουηδία ο ένας, Γερμανία ο άλλος.
Άλλον δεν είχε, μια ανιψιά της πότε πότε περνούσε να τη δει κι ο γιος μιας γειτόνισσας ήταν αυτός που την πήγαινε στο χωριό. Ήθελε να είναι κοντά στον άντρα της. Του μιλάω ακόμη, κι ας είναι νεκρός, μου έλεγε και γελούσε σα να μοιράστηκε ένα πικάντικο μυστικό.
Τα τελευταία φάρμακα τα πήρε Μάιο – έφυγε για το χωριό. Αρχές Δεκέμβρη κι ακόμα δεν είχε φανεί. Είχα φροντίσει ήδη από πριν να έχω όλα τα φάρμακα που μπορεί να ζητούσε σε διπλές ποσότητες.
Περίμενα μέρες αλλά δε φάνηκε. Ο χειμώνας άργησε φέτος, σκέφτηκα. Ένα απόγευμα, ήρθε ένας νέος να με βρει. Ήταν ο εγγονός της. Η κυρά – Ανθούλα, είπε, μας άφησε. Πέθανε στον ύπνο της από γηρατειά. Την πρόδωσε η καρδιά της. Τουλάχιστον την άφησε να χαρεί το καλοκαίρι, είπα. Πάντα έλεγε ότι θα πεθάνει τον χειμώνα, μου απάντησε.
Μου είπε ακόμη ότι πολλά από τα φάρμακά της δεν είχαν λήξει κι ότι αν ήθελα μπορούσα να περάσω από το σπίτι να μου τα δώσει. Στο τέλος της βάρδιας, πήρα μια σακούλα κι πήγα στης κυρά – Ανθούλας.
Ο γιος της με οδήγησε στο σαλόνι, σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Εκεί, αντί βιβλία, τα φάρμακά της. Τα είχε τοποθετημένα κατά αλφαβητική σειρά, στοιχισμένα και τακτοποιημένα.
Αχρησιμοποίητα.
Μου έδειξε μια ξύλινη κουνιστή καρέκλα. Μακριά απ’ την καρέκλα, είπε, ένιωθε άρρωστη. Εκεί, καθόταν και σιγοτραγουδούσε. Μιμήθηκε τον σκοπό που άκουγα κάθε βράδυ απ’ την ίδια.
Μάζεψα όσα φάρμακα μπόρεσα. Πριν φύγω γύρισα και για μια στιγμή νόμισα πως είδα την κυρά-Ανθούλα στην ξύλινη καρέκλα της, χαμογελαστή, να σιγοτραγουδάει :
Άσπρο χιόνι, μαύρο χιόνι
πέφτει απαλά
Μαύρο χιόνι στο μπαλκόνι
Άσπρο στα μαλλιά
υπέροχη γραφή!