Από τη σελήνη στη γη
Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας
Μια φορά κι έναν καιρό,
μου ζήτησε το φεγγάρι.
Να το αρπάξω λέει, να το τραβήξω κοντά της, να το αφήσω στα δυο της χέρια μέσα, να παίξει μαζί του, για ένα βράδυ μόνο. Κι ύστερα, να διώξω τ’ αστέρια που θα ‘χουν πάρει τη θέση του και να το γυρίσω στον ουρανό της νύχτας.
Έπρεπε όμως, θα ‘χα τύψεις αλλιώς τόσες, έπρεπε πρώτα, να το συζητήσω με το φεγγάρι το ίδιο.
Κάθισα το χάραμα λοιπόν, να ΄ναι κοντά μου λίγο περισσότερο, πάνω απ’ τις απέναντι κορυφές, πριν κοιμηθεί, ζαλισμένο απ’ την τροχιά του, να το πείσω πιο εύκολα.
Κι όλα του τα είπα.
Τι μου ζήτησε εκείνη, πως χατίρι δεν της χάλασα ποτέ και τον τρόπο που επισκέπτη θα το κάνω στις παλάμες της.
Είναι ευγενικό το φεγγάρι.
Λίγο πριν σβήσει ξέρεις τι μου ψιθύρισε;
«Απόψε έρχομαι. Απόψε. Όσο πιο κοντά γίνεται. Πριν εκείνη γεννηθεί το ‘χα αυτό το ραντεβού κανονισμένο. Και θα ‘ναι αυτή η πιο καλή σου ευκαιρία.»
Ξέρεις,
το ψάρεμα του φεγγαριού γίνεται μόνο με πετονιά. Μόνο. Κάθισα στην παραλία της πόλης της λοιπόν, και περίμενα τη στιγμή τη μαγεμένη. Τη στιγμή που περνά απ’ των ανθρώπων τις ζωές κάθε τριαντα τρία χρόνια. Και πλησίασε, πλησίασε κι άλλο, όλο πλησίαζε κι όταν η ώρα ήρθε, κράτησε την ανάσα του, φούσκωσε τα μάγουλά του, κοκκίνησε ολόκληρο σου λέω, τόσο, που ‘μοιαζε ματωμένο. Να σταθεί το αγκίστρι στα χείλη του ανάμεσα, να το τραβήξω.
Για τα χέρια της.
Δεν ήταν εύκολο.
Μα ξεκίνησε το δρόμο του. Κατέβαινε.
Να γίνει για ένα βράδυ, το ακριβότερο παιχνίδι που ‘χε στις χούφτες της.
Κι ήρθε σου λέω.
Σκαρφάλωσε στην πλάτη μου και με τις αχτίδες του να χάνονται στη διαδρομή για το σπίτι της, κάναμε τον κόσμο να γελά.
Το φεγγάρι, για μια νύχτα, κάτω απ’ τα σύννεφα.
Όσο κι αν χτύπησα, δεν άνοιξε ποτέ της.
Μα το φεγγάρι, δεν με συγχώρεσε.
Κι έζησε αυτή καλά κι εγώ σε νύχτες,
μ’ αστέρια μόνο.