ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ
Ανδρέας Θανασούλας
Ένα κοπρόσκυλο ναι. Τη νύχτα που οι ασιάτες της διπλανής πτέρυγας έφτιαχναν κρασί με δαγκωμένες βανίλιες και τα μικρόβια από το στόμα τους. Το δεύτερο συστατικό είναι το πιο αναγκαίο τις βανίλιες μπορείς να τις αντικαταστήσεις με οποιοδήποτε φρούτο, ακόμα και με ψωμί, χωρίς μικρόβια όμως, ούτε να το σκέφτεσαι. Οι Αφγανοί κάνουν απόσταξη με τους πάτους από τα σπορτέξ τους κι αμάσητα τρόφιμα. Στη φυλακή υπάρχουν άφθονα, στη φύση δηλαδή. Πόσο μάλλον στα δόντια ενός φυλακισμένου. Και εμείς οι κρατούμενοι μικρόβια της κοινωνίας δεν είμαστε; Έτσι δε λένε τουλάχιστον και πράγματι μικρόβια είμαστε, αν σκεφτείς πως τις μεγάλες ανίατες ασθένειες της κοινωνίας δε τις χώνουν ποτέ στη μπουζού. Εδώ μέσα κυκλοφορούν μικρά ζωύφια. Για τις ζυμώσεις αυτές που φέρνουν ζαλάδα στους κυριλέδες, σαν το κρασί από βανίλιες ή από μήλα που φτιάχνει ο Ιντάν και η παρέα του. Βρόμικο χνώτο της νύχτας στα αγιασμένα στέκια της φρονιμάδας. Όπως η κιτρινίλα του καμπινέ σημαδεύουμε κι εμείς το σύνορο στη λεκάνη του κόσμου. Από δω τα σκατά κι από ’κει οι κώλοι. Εκείνο το χάραμα όμως θα τους κάναμε να τρέχουν τους καργιόληδες. Ούτε κανονισμένο… δεν είχε βάρδια κανείς λογοτιμήτης. Όχι ότι μας ένοιαζε, αλλά εντάξει αν είναι κι ένας φύλακας σπαθί δε γουστάρεις να τον βάλεις σε μπελάδες. Λίγες φορές ο Καλύμνιος, καθάρισε με μπέσα ή μας πήγε στο γιατρό ή μας κέρασε τσιγάρα; Όσο να πεις, εντάξει, δε σε νοιάζει ο φτωχομπινές διπλανός κρατούμενος, ο ατσίγαρος ή το αρρωστάκι. Το ξέρεις όμως μέσα σου πως η κακιά η στιγμή δε σε βρίσκει όταν γουστάρεις εσύ. Να έχεις χτυπήσει χρηματαποστολή και να έχεις χώσει τη μπάζα στα σίγουρα. Αύριο μπορεί να είσαι εσύ ο φτωχομπινές και καλά να έχεις κανέναν φραγκάτο συγγενή να σε χαρτζιλικώνει, αν όχι, πού να σταθείς; Είδα θεριά ανήμερα να τα παίζει μπεγκλέρι ο κάθε κερατάς για ένα πακέτο δανεικά τσιγάρα. Άφραγκος στη στάνη δε παλεύεται. Φάμπρικα είναι η φυλακή για πολλούς. Δικηγόροι, δεσμοφύλακες, δικαστές, βαποράκια, ταξιτζήδες ακόμα κι οι μικρομαγαζάτορες πλησίον του ιδρύματος περιμένουν τη μεταγωγή ή το επισκεπτήριο για να κονομήσουν. Εκείνο το βράδυ όμως θα έμενε στην ιστορία. Μας τη χάλασε όμως ο κοπρίτης. Μας μυρίστηκε εκεί που τον είχε βγάλει βόλτα το αφεντικό του. Γάβγιζε σαν παλαβό πάνω στον υπόνομο. Χαράματα Κυριακής. Μας έκλεισε μέσα την ώρα του πρωινού προσκλητηρίου πάνω κάτω. Το αφεντικό νόμισε πως είχε εντοπίσει κάποιο ποντίκι ή καμία γάτα και τον έλυσε για να κάνει χάζι. Τι παπάρας; Ξύπνησαν οι γείτονες, άρχισαν να τον βρίζουν.
«Κάνε παρά πέρα ρε χριστιανέ να κοιμηθούμε».
«Πάρε το σκύλο σου και φύγε», Ούρλιαξε ένας άλλος. Το κοπρόσκυλο να κάνει σαν τρελό κι η περιέργεια του βλάκα να οργιάζει.
«Μπορεί να κινδυνεύει κανείς. Ας φωνάξουμε την πυροσβεστική ή την αστυνομία». Είπε σε κάποιον γείτονα που παραπονέθηκε.
Την αστυνομία θα τη φωνάξω εγώ του είπε κάποιος που δούλευε νυχτερινός και δεν είχε κλείσει μάτι. Ήταν ώρα κοινής ησυχίας; Δεν ξέρω να σου πω. Στη φυλακή θα είχε διαπιστωθεί η απουσία μας μπορεί και όχι. Μη σου πω ότι θα ήξεραν ήδη το μέρος απ’ όπου την είχαμε κάνει κι αυτό παίζει.
Οι μπάτσοι είχαν ήδη ενημερωθεί. Έδιωξαν τον ηλίθιο με το σκυλί, έκλεισαν τους γείτονες στα σπίτια κι ακροβολίστηκαν ολόγυρα. Τα υπόλοιπα να μην στα πολυλογώ. Πέσαμε στη φάκα. Το σκυλί είχε κλαφουνίσει πάνω απ’ το κεφάλι μας. Αν οι υπόνομοι είχαν νερό δε θα μας είχε μυριστεί, θα βρωμάγαμε σκατίλας. Αλλά αν ήταν χειμώνας κι είχε βρέξει δε θα μπορούσαμε να σκάψουμε χωρίς να μας πάρουν μυρωδιά. Θα γέμιζε ο τόπος λάσπες. Μόνο καλοκαίρι, να έχει φρούτα το συσσίτιο, να είναι οι ρουφιάνοι χορτάτοι και το γλέντι των ασιατών να καλύπτει θορύβους.