SLE
Ειρήνη Καραγιαννίδου
Δεν είχα σκοπό να γράψω μέχρι την στιγμή που φύσηξε αέρας και μπήκε μέσα στο σπίτι η μυρωδιά του Αλλού. Και έτσι απλά, ανάμεσα στα τσιμέντα και στην βοή των αυτοκινήτων, ο νους μεταφέρθηκε μακριά, γι’ αυτό σκύψε να σου πω μια ιστορία για έναν φίλο που είχα κάποτε, έναν φίλο λύκο.
*
Όταν έγιναν κρύες οι φωνές τις νύχτες στο Τίβολι, τις ώρες τις γυμνές η ομίχλη που φυλάει πάτωμα κι εσύ φιλάς ταβάνι, ακούστηκε λύκος αρσενικός πως αγαπάει ελάφι. Γιατρός συνέστησε αμέσως για ανάρρωση άγρια αποπομπή, ν’ αφήσει τόπο που ήλιο έπιανε, τον ίδιο του τον ήλιο, όλα του τα πουλιά, τα κύματα καθώς και τον θεό του, ανύπαρκτος να μετοικήσει μακριά, πέρα απ’ τον πήλινο πλανήτη σε κάποιο δάσος μυθικό που η πέτρα σκάβει το γυαλί· έτσι τον πήραν τον φευγάτησαν κρυφά να μην τον βρει κανένας και τρομάξει, λύκος πού ακούστηκε ξανά να αγαπά ελάφι.
Και έτσι έζησαν αυτοί καλά κι αυτός κατάμαυρα κρυβόταν παρέα με φαντάσματα πολλά, ήρεμα, νικημένα, ταπεινά φαντάσματα που είχαν πάψει πια να τιμωρούν κι ένα φεγγάρι που ποτέ, ποτέ δεν το είχε φίλο.
Ήρθε μετά από χρόνια, είπανε, μια ύπουλη βροχή, έγινε θρήνος που τον πήραν τα ποτάμια, με την σειρά της η αγριεμένη θάλασσα που δεν μπορούσε να επιστρέψει τίποτα παρά κουφάρια και καράβια δανεικά με φτέρες τσακισμένες. Έτσι έγινε ο λύκος ναύτης δίχως να ’χει ταξιδέψει πουθενά, μιλούσε για φουρτούνες, ελάφια φονικά και τέτοια άλλα που δεν άκουγε κανείς, γιατί η πόρτα του πάντα κλειστή, το μονο “τοκ” του δρυοκολάπτη.
Ήρθε μετά από αιώνες, είπανε, μια ύπουλη βροχή, χιόνισε στα τοπία της προσμονής, κι η πόρτα πάντοτε κλειστή.
Ψέμματα λένε πως οι λύκοι δεν κρυώνουν.
Άντε τώρα να χωρέσει εκείνη σε μία χαραμάδα.
