Ν. 1543/1985
Χρήστος Μαρτίνης
1.
για μένα ο Εμφύλιος τέλειωσε σε μια ουρά το Νοέμβριο του 85’. Ούτε στο Γράμμο, ούτε στο Βίτσι. Μπροστά σε μια ουρά χωροφυλακής. Μάζευα τα φύλλα στην αυλή με τη σκούπα, όταν ήρθε ο Φρέτσιος. Πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια σταματούσε στο σπίτι, έτσι φανερά. Πήγαμε και καθόμασταν κάτω από την καρυδιά. Ερχόταν από τα γίδια, φορούσε τα λερωμένα. Μου εξηγούσε ότι τον σπάσανε τον όρκο. Αποφασίσανε προχθές, να κάνουνε τα χαρτιά για τη σύνταξη του Παπανδρέου. Μήνες τώρα, οι ειδήσεις το λέγανε. Όσοι Αντιστασιακοί τραυματίστηκαν, να πάρουν σύνταξη. Για τον Εμφύλιο δε θα αναφέραμε λέξη, μόνο για μέχρι το 44’. Όσο μιλούσε, πηγαινοερχόταν στα πόδια του με τα χέρια στις τσέπες. Δεν τον χωρουσε ο τόπος. Τη Δευτέρα θα κατεβαίναμε όλοι μαζί στη Κοζάνη, έλεγε, και θα βεβαιώνανε αυτοί για μένα. Ότι στην Αντίσταση τραυματίστηκα και ταλαιπωρήθηκα. Εγώ έφτανε να γράψω την αίτηση. Τον κοιτούσα που είχε γεράσει, 70 χρονώ πια. Μα μιλούσε με τα μάτια κάτω σαν παιδαρέλι που έκανε αταξία.
Μετά φωνάξε από μέσα τον γιό μου, τον Ορφέα. Του είπε σε δυο λεπτά ότι δεν του ‘πα σε 25 χρόνια. Ότι, η μάνα του ήταν στην Αντίσταση, Σύνδεσμος του Ε.Λ.Α.Σ. και μετά στον Εμφύλιο μέχρι το 49’. Ότι οδηγούσαμε τους αντάρτες από τα μονοπάτια. Ξέχωρα τα μουλάρια, τα τρόφιμα και τα όπλα. Και για τον όρκο μας, τον Αύγουστο του 49’, μετά την καταστροφή στο Γράμμο. Ο καθένας το δρόμο του και ότι έγινε-έγινε. Έμεινε και κοιτούσε το παιδί με το στόμα ανοιχτό. Του ‘δωσε και μια αίτηση να γράψουμε. Ζητούσαν πρώτα αναφορά. Τι έκανες, που ήσουνα, όλα. Έπειτα σε βεβαίωναν και δυο μάρτυρες. Έφυγε και ξανάπιασα τη σκούπα.
Ο Φρέτσιος ήρθε Παρασκευή και μέχρι τη Δευτέρα δεν έκλεισα μάτι. Τρία μερόνυχτα θυμόμουν τα περασμένα. Με τα χέρια σταυρωμένα κοιτούσα το μαγκάλι. Ο γιος μου δίπλα, πάλευε να βοηθήσει με το στυλό στα χέρια αλλά πού; Μαζεύονται οι μνήμες στο χαρτί; Ούτε και ήθελα να τις μαζέψω. Δεν ήτανε μόνο η Αντίσταση, ήταν κι ο Εμφύλιος. Τότες που σβήσανε τα φώτα. Πως να τα ξεχωρίσεις; Τι είναι; Χωράφια να τραβήξεις γραμμή; Είκοσι χρονών κοπέλα. Αντάρτισσα έλεγα και καμάρωνα. Πίσω από όλα ήταν και το βράδυ που ιδωθήκαμε τελευταία φορά. Που φοβήθηκα και δεν πήγα μαζί του.
2.
τότες δεν άλλαζε η ώρα μπροστά πίσω. Μιά που νύχτωνε, νύχτωνε για τα καλά. Τον Ιούλη του 49’ το αντάρτικο λιγόστεψε. Άλλοι παραδινόντουσαν είχε και πολλούς σκοτωμένους. Από το χωριό αποτραβιόντουσαν, δεν ήθελαν άλλο πόλεμο. Κοίταγε ο καθένας να συμμαζέψει το σπίτι του. Έφτανε τόσο άλεσμα. Κι από εμάς κι απ’ τους άλλους. Εμένα πάλι, δεν μου πήγαινε να τους απαρατήξω. Είχα και το νου μου σ’ αυτόν. Κρυβότανε ένα μήνα τώρα στον Όλυμπο μαζί με δέκα άλλους. Από εκεί ή θα τραβούσανε για Γράμμο ή θα τους έτρωγε το μαύρο φίδι. Ένα βράδυ μου μήνυσε να βρεθούμε. Ήξερα τι θα μου λεγε. Ότι φεύγει και να πάω μαζί του. Τότε ήταν αλλιώς η αγάπη. Έμοιαζε με τον πόλεμο. Σκληρή.
Εκείνο το βράδυ έκανα πως κινώ τάχα για τα καλύβια. Όταν πήχτωσε καλά, τράβηξα για το ορισμένο μέρος. Ήταν Ιούλης, μα βαστούσε κρύο. Είχα ντυθεί μια παλιόφουστα χοντρή και είχα ρίξει μια πολύχρωμη βελέντζα πάνω μου. Τον περίμενα ακουμπισμένη σε μια πέτρα. Ούτε ψηλός, ούτε κοντός, μόνο αδύνατος από την κακοπέραση. Το χαμόγελο θυμάμαι. Έλεγε ότι αυτό το χαμόγελο, όλο για μένα το ‘χε. Του έδωσα τσιγάρα και τα κρυψε βιαστικά στη χλαίνη του. Δε μιλούσε. Μόνο χαμογελούσε κι εγώ κοίταζα. Από πάνω μας στεκόταν το βουνό. Το φεγγάρι είχε βγει ίσα μια γλώσσα. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη του, μήπως μου φύγει. Με κοιτούσε όρθιος κι έλεγα μέσα μου φαντασίες. Ότι θα ψηλώσει άξαφνα και θα τον τελειώσει μονάχος τον πόλεμο. Μετά θα χτίσουμε ένα σπίτι και θα κοιτάμε τη φωτιά το χειμώνα.
-Επάνω ετοιμαζόμαστε για φευγιό, είπε.
-Το ξέρω, του απάντησα. Είχα στυλώσει τα μάτια μου σε ένα κυπαρίσσι που ορθωνόταν πίσω του.
-Αύριο το βράδυ εδώ. Θα φέρω ένα μουλάρι να ανεβούμε μαζί. Μετά… Ό,τι θελήσει ο Θεός.
Δεν του απάντησα. Μονάχα έσφιγγα το χέρι στην τσέπη του. Είπα μόνο στο τέλος.
-Δε θα ‘ρθω πουλί μου, δε μπορώ.
Τράβηξα και το χέρι. Μείναμε απέναντι. Έβγαλε ένα τσιγάρο κι ένα σπίρτο, το άναψε πίσω από την πέτρα. Γύρισε δακρυσμένος. Με κοιτούσε όσο βάστηξε το τσιγάρο. Έπειτα φίλησε μία την ποδιά μου, μία τα χείλη μου κι έφυγε τρέχοντας. Γύρισα κι εγώ με το φόβο μήπως με ψάχνουνε. Έφυγε όπως ήρθε. Μαζί με τον πόλεμο. Το όνομα του το πραγματικό, δε ζήτησα ποτέ να το μάθω. Μου έφτανε το αντάρτικο. Του πολέμου καμώματα.
3.
δεν τον ξανάδα. Ούτε ξαναρώτησα γι’ αυτόν. Από τότε ίσαμε σήμερα μιαν ανάσα καιρός. Δε πρόλαβα. Την αίτηση την καταθέταμε στη χωροφυλακή. Έτσι όριζε ο νόμος. Μετά έκαναν ανακρίσεις και κατέληγαν. Ήσουν ή δεν ήσουν στην Αντίσταση; Τραυματίστηκες; Έχασες δικούς σου; Για τον Εμφύλιο κουβέντα. Σαν να μην έγινε.
Στη Κοζάνη με κατέβασε τη Δευτέρα ο γιος μου. Στο χωριό είχαμε πει, θα πηγαίναμε στο γιατρό. Απ’ το χωριό ως την Κοζάνη μια ώρα. Σ’ όλο το δρόμο κοιτούσα την αίτηση. Όλα εκεί ήταν. Μονάχα αυτός δεν ήταν.
Όταν φτάσαμε, αφήσαμε το αμάξι και σταθήκαμε στην ουρά. Δεν είχαν ανοίξει ακόμα. Καθόμασταν και περιμέναμε. Έπειτα μαζεύτηκαν κι άλλοι με την αίτηση στα χέρια. Γύρισα και τους εξέταζα έναν ένα. Τα κατεβασμένα κεφάλια τους. Τις μούρες τους που ήταν χωμένες μέσα στα παλτά και τα σακάκια. Έπειτα τα μάτια μου απέμειναν στο τέλος της σειράς.
Στεκόταν μόνος του. Δεν φορούσε παλτό, μόνο ένα μπλε σακάκι κι από μέσα ένα πλεχτό. Κοιτούσε προς την πλατεία και χαμογελούσε αφηρημένα. Άφησα το γιο μου στη θέση μου και πήγα εκεί. Έστεκα δίπλα του μέχρι να γυρίσει. Τέλος με είδε. Μόλις με γνώρισε ταράχτηκε. Έφερε την παλάμη στο στόμα και πέταξε μια λέξη ξενική. Δεν τη κατάλαβα. Όπως είχε σηκώσει το χέρι, το σακάκι τραβήχτηκε πιο πάνω από τον καρπό. Τα νύχια του μαύρα. Φαγωμένα. Με έπιασε από το μπράτσο. -Βαγγελιώ, είπε χαμογελώντας. Ούτε ψηλός, ούτε κοντός μα το χαμόγελο, όλο για μένα το ‘χε. Έκανα ένα βήμα μπροστά, έβαλα το χέρι στην τσέπη του την τρύπια. –Βαγγελιώ, ξανάπε. Μείναμε να κοιτιόμαστε.
Έπειτα στο γυρισμό ο γιός μου γκρίνιαζε. Έλεγε, ρε μάνα, δε λυπάσαι το ξενύχτι μας τρεις μέρες τώρα. Δεν απαντούσα. Μοναχά έφερνα στο μυαλό μου που με ρώτησε, τι κάνω εδώ. Αν περιμένω για τη σύνταξη. Ντράπηκα να του πω ναι. Μόνο πήρα το γιο μου και φύγαμε.
Τράβηξα και το χέρι. Μείναμε απέναντι. Έβγαλε ένα τσιγάρο κι ένα σπίρτο, το άναψε πίσω από την πέτρα. Γύρισε δακρυσμένος. Με κοιτούσε όσο βάστηξε το τσιγάρο. Έπειτα φίλησε μία την ποδιά μου, μία τα χείλη μου κι έφυγε τρέχοντας. Γύρισα κι εγώ με το φόβο μήπως με ψάχνουνε. Έφυγε όπως ήρθε. Μαζί με τον πόλεμο. Το όνομα του το πραγματικό, δε ζήτησα ποτέ να το μάθω. Μου έφτανε το αντάρτικο. Του πολέμου καμώματα.