ΟΡΦΑΝΟΣ ΓΑΜΟΣ

Jim Pollard, Black Forest Wedding

Ορφανός γάμος

Ευρυδίκη Νικήτα


Ήθελα να παντρευτώ από μικρή. Όχι για να φορέσω νυφικό ούτε καν για να πιω σαμπάνια σταυρωτά με τον καλό μου. Γιατί δεν είχαν παντρευτεί οι άλλες• η μάνα μου και οι αδερφές της. Γιατί είχαμε όλες μια ελιά δεξιά στο λαιμό, ακριβώς πάνω στην κλείδα που χαρακτήριζε το σόι μας. Γιατί δεν άντεχα να την έχω πια, δε γούσταρα να είμαστε οι Ρούτσενες με κλειδωμένη τη μοίρα στο mode των ανύπαντρων. Γι’ αυτό. Όχι ότι μ’ ένοιαζε κιόλας που μεγάλωσα χωρίς πατέρα. Είδα και την κολλητή μου που έφαγε όλα τα της λεφτά στους ψυχίατρους από τις φωνές και το ξύλο. Εκείνη δε θέλει να παντρευτεί. Θα γίνει κουμπάρα μου, όμως.
Ο πατέρας μου την παράτησε τη μάνα μου μόλις πήρε είδηση την κοιλιά της να φουσκώνει. Εκείνη δεν του το ’πε αμέσως μήπως και λακίσει, αλλά αυτός την έβρισε κι από πάνω ότι τάχα τον εξαπάτησε και πήρε δρόμο χαμογελώντας• έτσι τον φανταζόμουν πάντα. Επτά χρόνια έκανε να με αναγνωρίσει και να με πάρει απ’ το χέρι να με πάει στο πάρκο, εξίσου αμήχανος μ’ εμένα και σίγουρα πιο φοβισμένος, το έβλεπα στα μάτια του που με κοιτούσαν δίχως να με βλέπουν. Έτρωγα παγωτό χωνάκι καθώς ταΐζαμε τις πάπιες κι εκείνος κάπνιζε. Δε μιλούσε πολύ και προσπαθούσε να με πλησιάσει έτσι άγαρμπα, όπως μου έσπρωχνε την κούνια κάθε Κυριακή που βλεπόμασταν. Σιγά σιγά, αυτό γίνονταν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο μέχρι που μας είπε ότι μετακόμισε στη Γερμανία και μου έστελνε καμιά κάρτα πού και πού. Μια φορά μάς ήρθε κι ένα πακέτο μ’ ένα ξύλινο αλογάκι. Ήμουν κιόλας δεκαπέντε – ούτε αυτό δε θυμόταν. Το πέταξα και δεν τον έχω ξαναδεί γι’ άλλα τόσα χρόνια. Παντρεύομαι, όμως, τώρα και το «δικό μου» – δεν τον αγαπάω και πάρα πολύ, γιατί η μάνα μoυ που αγαπούσε κείνον έμεινε μόνη με ένα ξύλινο αλογάκι σαν τα συναισθήματά του.
Το νυφικό μου είναι λευκό και ίσιο, δίχως τιράντες, λίγο στενό κάτω απ’ το στήθος και με πολλές στρώσεις από μεταξωτό τούλι. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ακόμα ξυπόλητη. Εχτές έβγαλα τα ράμματα εκεί δεξιά. Το κάλυψα με μέικ απ – δεν πολυφαίνεται. Οι θείες μου μιλάνε φωναχτά στο σαλόνι, ετοιμάζουν τις μπομπονιέρες με τη μαρμελάδα φράουλα – είναι σε δημιουργική έκσταση. Παντρεύονται κι αυτές μαζί μου. Η μία ανέστησε το σκοτωμένο αρραβωνιαστικό κι η άλλη βρήκε αυτόν που πάντα έψαχνε. Τους είπα ότι θα ντυθώ μόνη και θα βγω όταν είμαι έτοιμη. Προσπαθώ να αποχωριστώ την ανύπαντρη των τριάντα μου χρόνων. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που τρυπάει το μπούστο του νυφικού και στάζει φόβο πάνω στα τούλια. Οι σταγόνες πάνε να μεταμορφωθούν σε αμφιβολία, αλλά εγώ κάθομαι στην πολυθρόνα, αγκαλιάζω με τα χέρια τα γόνατά μου και γίνομαι ένα κουβάρι αποφασιστικότητας, για να ξετυλιχθεί αργά και σταθερά, η ασφάλεια ότι πράττω σωστά. Η ανύπαντρη με κοιτάει ειρωνικά μέσα απ’ τον καθρέφτη, φοράει φόρμα και σταράκια. Η ηδονή της ελευθερίας. Κλείνω τ’ αυτιά μου με τα σκουλαρίκια από κεχριμπάρι που μου αγόρασε ο Ανδρέας για το γάμο μας.
«Έβγαλες την ελιά και νομίζεις ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο; Εσύ δεν έχεις πατρίδα, είσαι ο Οδυσσέας που δε γυρίζει πίσω, καμία Πηνελόπη δε σου είναι αρκετή».
Η παγίδα της ανεξαρτησίας. Βάζω δυνατά μουσική και αγκιστρώνω τις σκέψεις μου στους στίχους. Dance me to the end of love. Έτσι, μέχρι το τέλος. Το τέλος της μοναξιάς, του παγωτού στον καναπέ, του ημίδιπλου κρεβατιού. Το τέλος τού να μιλάω μόνη μου, όπως η θεια μου, που επαναλάμβανε τις κινήσεις της φωναχτά στην κουζίνα τα καλοκαίρια που έφτιαχνε γεμιστά.
Τα σταράκια μειδιούν ακόμα. «Το δικό τους όνειρο πας να ζήσεις, τόσο χαζή πια; Δε σου φτάνει που έχεις τη μάνα σου να φροντίζεις, ήθελες να ’χεις και το γέρο πάνω απ’ το κεφάλι σου; Γάμοι και μαλακίες, κάνε εκεί ένα παιδί και πολύ σου είναι. Εσύ, που δε σε μάζευαν οι τρεις αδερφές μαζί, μου θέλεις και άντρα, ας γελάσω!».
Dance me through the panic till I’m gathered safely in. Χορεύω αργά πάνω στα ασημένια μου πέδιλα. Το λουλούδι αντί για το στήθος, αποφάσισα να το βάλω στα μαλλιά. Τον αγαπώ αρκετά, είπαμε. Νομίζω. Γνωριστήκαμε πριν δυο χρόνια σ’ ένα μεταπτυχιακό πάνω στην αντοχή των υλικών. Δυο πολιτικοί μηχανικοί αποφάσισαν να «χτίσουν» ένα σπίτι. Δυο ποτάμια ζωών χύνονται σ’ ένα ήρεμο λιμάνι. Τα παγωμένα νερά ζεσταίνονται, οι κροκόδειλοι γίνονται πολύχρωμα καΐκια κι εμείς ταΐζουμε τις αγριόχηνες που έγιναν γλάροι, όπως τότε στο Μόλυβο που είχαμε πάει κάνα δυο φορές με τον πατέρα στο πατρικό του.
Οι άλλες τελείωσαν και μου χτυπάνε επίμονα την πόρτα. Τα σταράκια μού γυρνάνε την πλάτη κουνώντας το κεφάλι. Είμαι έτοιμη να σπάσω την παράδοση, να ξεκινήσω ένα πρωτόγνωρο ταξίδι. Παντρεύομαι.
Φτάνω στην εκκλησία κρατώντας μια ανθοδέσμη από ηλιοτρόπια και την καρδιά μου τύμπανο στα δάκτυλα. Σε λίγο, η ανύπαντρη θα γλιστρήσει στο χτες μαζί με τα κουρέλια από τις σκέψεις του σήμερα. Ο ήλιος με τυφλώνει. Ξαφνικά φωνές• γέλια τσιριχτά ακούγονται. «Ο παπάς το ’σκασε» φωνάζει κάποιος «κλέφτηκε με την κοπέλα που φρόντιζε την εκκλησία! Μπράβο έρωτας!».
Ο Ανδρέας μου σφίγγει το χέρι και μου ψιθυρίζει ότι «θα έρθει άλλος» και να μην ανησυχώ. Δεν μπορώ να τον κοιτάξω. Οι φακοί με τσούζουν απ΄ τον ήλιο και η πληγή πάνω δεξιά άνοιξε.

Intimate Southampton Wedding

Submit a comment

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.