H ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Αλέξης Αντωνόπουλος
Υπάρχουν φωτογραφίες και φωτογραφίες συγγραφέων, και οι περισσότερες φωτογραφίες συγγραφέων μοιάζουν μεταξύ τους μ’ έναν τρόπο τόσο βαρετό, που αισθάνεσαι πως τούτη η επανάληψη σε φέρνει πιο κοντά στον θάνατο – ασπρόμαυρες λήψεις για να κάνουν το πρόσωπο να φανεί βαθυστόχαστο, χέρια στα πηγούνια για να κρύψουν τα προγούλια, και ασφαλώς η κλασσική πόζα του «Εγώ απλώς διαβάζω αυτό εδώ το βιβλίο, δεν έχω ιδέα ότι με φωτογραφίζουν».
Η δική της φωτογραφία δεν ήταν ασπρόμαυρη, ο λαιμός της φαινόταν ξεκάθαρα, και το βλέμμα της έφτανε κατευθείαν στην ψυχή σου. Μέσα από τη δουλειά μου έχω δει άπειρες φωτογραφίες ανθρώπων ενώ κοιτάζουν τον φακό: Ανθρώπων ντροπιασμένων, ανθρώπων μεθυσμένων, ανθρώπων μπερδεμένων και φοβισμένων λίγο πριν οδηγηθούν στο κελί τους˙ ακόμα κι εκείνο το κάθαρμα που χαμογελούσε στην κάμερα -χαμογελούσε σ’ εμένα- τέσσερις ώρες αφού είχε ξεριζώσει την κάτω γνάθο της κοπέλας του, ακόμα και τα δικά του μάτια δεν με είχαν κλονίσει όσο με κλόνιζαν τα δικά της.
Ολόκληρο το μαλακό εξώφυλλο ήταν πνιγμένο σε μια έντονη απόχρωση του κόκκινου. Είμαι συνηθισμένος στο ν’ ανακαλύπτω βιβλία που δεν έχουν αναφορά σε όνομα συγγραφέα, σε εκδότη ή σε χρονολογία -ειδικά στο συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο- αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν έβρισκα ούτε αναφορά στον τίτλο: Κατακόκκινο εξώφυλλο, πρώτη λευκή σελίδα, δεύτερη λευκή σελίδα, τρίτη λευκή σελίδα, και στην κορυφή της τέταρτης σελίδας ξεκινούσε η πρόζα, ένας ασταμάτητος χείμαρρος μικροσκοπικών χοντρών γραμμάτων ο οποίος έδινε την εντύπωση πως όλο το βιβλίο -γύρω στις 100 σελίδες υποθέτω, δεν ήταν αριθμημένες- αποτελούταν από μία τεράστια παράγραφο.
Προφανώς το οπισθόφυλλο δεν αποτελούσε εξαίρεση: Καμία περιγραφή δεν αναδυόταν από το κόκκινο, το μόνο που έβλεπες ήταν το κόκκινο, λες και το ανελέητο τούτο κόκκινο αρκούσε ως σύνοψη του περιεχομένου.
Ήταν στο αυτί του οπισθόφυλλου που εντόπισα τη φωτογραφία της, και ήταν κάτω από τη φωτογραφία της που μου αποκαλύφθηκε το σημείο όπου το βιβλίο απεμπολούσε τη μυστηριώδη του φύση: Ένα κείμενο για τη συγγραφέα με περίμενε.
Το βλέμμα της είχε κάτι το άδειο˙ σαν να κοίταζε την ψυχή μου, αλλά να μην έβρισκε τίποτα εκεί. Μάλλον γι’ αυτό ξεκίνησα να διαβάζω. Γι’ αυτό, κι επειδή έβλεπα τον λαιμό της τόσο καθαρά, και ήταν ένας πανέμορφος λαιμός, και ήταν μια άσχημη μέρα και ήθελα να βυθίσω το κεφάλι μου στην αγκαλιά της.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι.
Η πρώτη πρόταση του βιογραφικού σημειώματος δεν περιείχε το έτος γέννησης της. Τυπικό φαινόμενο, όμως εδώ η έλλειψη της συγκεκριμένης πληροφορίας αποκτούσε μια ξεχωριστή διάσταση: Εξετάζοντας ξανά τη φωτογραφία, συνειδητοποίησα πως ήταν αδύνατον να καταλάβω πόσο χρονών ήταν όταν στάθηκε μπροστά στη φωτογραφική μηχανή. Θα μπορούσε να ήταν 25, θα μπορούσε να ήταν 45, διόλου αδύνατον να ήταν και μεγαλύτερη, και ο λόγος που δεν υπήρχε κανένας τρόπος να ξέρω ήταν το υπερβολικό makeup που φορούσε και που έκρυβε τελείως τη σχέση της με τον χρόνο.
Αποφασισμένη να γνωρίσει την πραγματικότητα πέρα από τις σκιές που εκλαμβάνουμε ως πραγματικότητα, επικεντρώθηκε από νωρίς στη μελέτη της Μαγείας˙ απαντώντας στο κάλεσμα για ένα ταξίδι πέρα από τον τυφλό κήπο των αναγνωρισμένων επιστημών. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες, και έχουν κυκλοφορήσει εκτός εμπορίου σε εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Ήρθε η στιγμή να πάρω την επόμενη ανάσα, και θυμήθηκα τη σημασία του ν’ αναπνέω. Αν με ρωτούσες εκείνη τη στιγμή γιατί δυσκολευόμουν να πάρω την επόμενη ανάσα, δεν θα μπορούσα να σου απαντήσω. Όμως όπως μια λέξη μπορεί να είναι ακόμα αγέννητη αλλά ο ορισμός της να είναι ζωντανός, έτσι και μια οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να ισχύει ανεξαρτήτως του αν κατανοούμε τον λόγο. Και δυσκολευόμουν ν’ αναπνεύσω, και είχα αρχίσει να ιδρώνω, και αν με ρωτούσες εκείνη τη στιγμή γιατί, ίσως και να σου απαντούσα ότι διαβάζοντας τις λέξεις, έριχνα φευγαλέες ματιές στη φωτογραφία˙ ίσως να σου απαντούσα ότι έχω δει αυτό το βλέμμα στη δουλειά μου.
Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε εκτενώς με τα μηνύματα από εκείνον τον τόπο που θεωρείται συνώνυμο της αναπόφευκτης ανυπαρξίας ή της θείας δίκης, και με το πώς τα μηνύματα αυτά δύνανται να καθορίσουν τόσο το παρόν όσο και το μακρινό μέλλον. Το βιβλίο το οποίο κρατάτε στα χέρια σας είναι το τελευταίο σύγγραμμα της.
Γιατί είχε τόσο makeup ο λαιμός της;
Υπήρξε μία αληθινή ασκήτρια, ένα σύμβολο για κάθε αληθινό φιλόσοφο, μία αγία που επέλεξε να υπερβεί και τα τελευταία σύνορα ανάμεσα στον εαυτό της και στο αντικείμενο της μελέτης της.
Τα μάτια της. Τα μάτια της δεν κοιτούσαν τον φακό.
Κατόπιν δικής της επιθυμίας, η φωτογραφία που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έκδοση τραβήχτηκε δύο ημέρες μετά τον θάνατο της.
Περισσότερα κείμενα του Αλέξη Αντωνόπουλου.