Τα μουστλούκια*
Αστέρης Ν. Μαυρουδής
Χαρά ονομάζονταν η πρώτη θυγατέρα. Κι ήταν όνομα και πράμα. Γέμιζε το σπίτι μας με χαρά. Το όνομά της ήταν Χαρίκλεια. Από τη μάνα μου, μα τη φωνάζαμε Χαρά. Η μάνα μου μας είχε αφήσει χρόνους και τον γέρο μου τον Αγαμέμνονα. Γερό σκαρί μα οι κακουχίες τον βασίλεψαν. Την ιστορία με τον παπά που τον βάφτισε μας την είπε τόσες φορές. Μάλωσε ο παππούς μου με τον παπά που έλεγε πως δεν υπάρχει Άγιος με τέτοιο όνομα. Θα με ξυρίσει ο επίσκοπος είπε ο παπάς με τρόμο και γούρλωσε τα μάτια του. Έτσι βαφτίστηκε Αγαθοκλής να γιορτάζει στις 17 Σεπτέμβρη, μα τον φωνάζανε Αγαμέμνονα. Τώρα που η γυναίκα μου η Στεριανή έκανε γιο, ήθελε ν’ ακούσει τ’ όνομά του. Και τ’ όνομά του δεν ήταν Αγαθοκλής, μα Αγαμέμνων. Να τ’ ακούσω και να πεθάνω μου ‘λεγε. Θέλεις να με βάλεις να μαλώσω με τον παπά του είπα μα μέσα μου δεν υπήρχαν δυνάμεις για αντίσταση. Το κατάλαβε και χαμογέλασε. Ενημερώθηκε ο παπάς και αποδείχτηκε ανοιχτομάτης. Είναι καιρός να βγάλουμε και νέους Αγίους μου είπε. Θα το πούμε Αγαμέμνων. Ήμασταν θεοσεβούμενη οικογένεια. Είχα και κλήση να γίνω παπάς, μα η Στεριανή δεν ήθελε να γίνει παπαδιά. Έτσι έγινα αριστερός ψάλτης κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν όλα για τη βάφτιση. Ο νονός εκεί, είχε ενημερωθεί κι αυτός για την απόφαση. Όλοι ήταν στην εκκλησιά. Εγώ περίμενα στο σπίτι. Έτσι ήταν το έθιμο κι εμείς τα τηρούσαμε όλα κατά γράμμα. Θα περίμενα στο σπίτι κι εκεί θα με έβρισκαν για τα μουστλούκια. Έθιμο από παλιά. Τα πιτσιρίκια άκουγαν το όνομα και τρέχαν να το ανακοινώσουν στον μπαμπά που περίμενε στο σπίτι. Με το αζημίωτο. Όλοι έπαιρναν χαρτζιλίκι. Κάποιοι πατεράδες περίμεναν έξω από την εκκλησιά κοντά στο καμπαναριό, μα εγώ ήθελα στο σπίτι, πατροπαράδοτα. Είχε μαζευτεί πολύ κόσμος στο δρόμο από την εκκλησιά ως το σπίτι. Όλοι είχαν βγεί έξω από την πόρτα και περίμεναν την πιτσιρικαρία να περάσει τρέχοντας. Όλο και κάποιος θα τους πετούσε τ’ όνομα. Είχα μαζέψει πολλά ψιλά να δώσω σε όλα τα μικρά που θα έφερναν την χαρούμενη λέξη. «Και το όνομα αυτού»; «Αγαμέμνων» φώναξε ο νονός. Ποδοβολητό από τα μικρά που έτρεχαν. Έπρεπε να κάνουν στην εκκλησιά έναν γύρω, γιατί το σπίτι ήταν στην άλλη μεριά. Ο Γιωργάκης το ανηψούδι μου όπως έμαθα μετά ήθελε να κόψει δρόμο και καβάλησε τα κάγκελα. Άσε που κάποιοι είχαν εσωτερική ενημέρωση και ήταν μακρύτερα. Μόλις έβλεπαν το τσούρμο να τρέχει έτρεχαν κι αυτοί σίγουροι για το όνομα. Ο πρώτος έπαιρνε το μεγαλύτερο χαρτζηλίκι.
«Γαμέμνους, Γαμέμνους», φώναζαν τα παιδιά τρέχοντας. Η γιαγιά η Αντριανούδαινα πήρε είδηση αργά κι έφτασε λαχανιασμένη στη πόρτα. Απέναντι η θεια Μυρσίνα. Πως μαρή του είπαν του παιδί; Άση Μοσκιανή δεν είνι για λέισμου. Γιατί μαρή Μυρσίνα. Ε σι λέου δεν είνι για λέισμου. Θα μι πεις μαρή; Να μαρή, Γαμέμνου του είπαν. Και ξινίστηκε.
Όταν φτάσαν τα παιδιά πήραν ο πρώτος ταλιράκι ο δεύτερος δυο δραχμές και μετά έβαλα το χέρι μου μέσα στη τσέπη. Σήκωσα όλα τα ψιλά που χωρούσε η χούφτα και τα πέταξα ψηλά. Γέμισε ο δρόμος ψιλούδια. Τα παιδιά όρμησαν και τσακώνονταν. Μερικά ψιλά είχαν σκεπαστεί από το χώμα μα που να γλυτώσουν από τους δαίμονες. Τσαλαβουτούσαν μέσα στα χώματα. Οι μάνες δεν τα μαλώναν γιατί φέρναν στο σπίτι λεφτά. Μερικούς αδύναμους που δεν πρόλαβαν τους έδωσα κι αυτούς και φύγαν όλοι ευχαριστημένοι. Μα ο Γιωργάκης του Μπέτσου το ανηψούδι μου που είναι; δεν τον είδα. Αυτός έτρεξε να σκαρφαλώσει στα κάγκελα της εκκλησίας για να κερδίσει χρόνο. Εκεί τον βρήκαμε μετά από λίγο. Είχε καρφωθεί στα κάγκελα της εκκλησιάς και ξεψυχούσε.

Από την συλλογή διηγημάτων “η κλεψιά”, εκδόσεις Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2014.
*μουστλούκια: έθιμο σύμφωνα με το οποίο ο μπαμπάς δεν παρευρισκόταν στη βάφτιση αλλά καθόταν σπίτι για να ακούσει το όνομα από πιτσιρίκια και τους έδινε μπαξίσι.