Στο λευκό της σιωπής
Σοφία Ισμήνη
Στο λευκό της σιωπής, οι λέξεις μου ματώνουν. Ορμούν με μανία η μια στην άλλη κι έπειτα ξεψυχούν στα κρύα χέρια της ματαιότητας. Οι δυο που απέμειναν, οι πιο δυνατές, ξέπνοες μοιάζουν κι αυτές, μα δεν το βάζουν κάτω. Δέκα γράμματα στο σύνολο, πέντε η καθεμιά τους. Εκείνη η φοβερή, δική μου δεν είναι. Είναι δική σου. Παράταιρη, σκοτεινή. Δεν θέλω να νικήσει, τη φοβάμαι.
Κλείνω τα μάτια, δεν αντέχω το θέαμα. Θυμάμαι τότε που οι λέξεις μου ζούσαν αρμονικά μέσα στο κεφάλι μου. Χρωμάτιζαν τη σκέψη μου, στόλιζαν τη φαντασία μου. Έφτιαχναν παραμύθια από εκείνα που θυμούνται τα παιδιά όταν μεγαλώσουν. Έλεγαν ευχαριστώ, σ’αγαπώ, συγνώμη. Ήταν καλοσυνάτες, χαρούμενες, τραγουδούσαν. Τί άλλαξε από τότε;
Εσύ. Εσύ άλλαξες. Κι όταν άλλαξες, έγινες μια καινούρια λέξη, που έκανε τις υπόλοιπες να παρανοήσουν. Όσες πάλεψαν να σου αλλάξουν γνώμη, αλληλοσπαράχτηκαν κι ύστερα, έσβησαν. Άλλη δεν μου έμεινε πια, να ελπίζω, από την Αγάπη.
Ένας κρότος βάζει τέρμα στην αγωνία μου. Ανοίγω τα μάτια.
Στο λευκό της σιωπής, που έχει τώρα ραγίσει, η τρομερή σου λέξη κατακόκκινη, μαρτυρά πως η αγάπη μου δεν τα κατάφερε.
Έγραψες Τέλος.