Orange Blossom Special
Ειρήνη Καραγιαννίδου
Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. Ένα ξερό δέντρο, ένα φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με πορτοκάλια πιο πέρα. Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι σπασμένο […] (Μ. Σαχτούρης)
___
Αν δεν έχεις εντοιχίσει σώμα σε γλιτσιασμένο τσιμέντο μήνα καταχείμωνο με μπρασελέ πλατίνας στους καρπούς, δεν έμαθες ποτέ πως τύχη δεν υπάρχει. Στο αυτοσχέδιο κρατητήριο αδιαπέραστος συνωστισμός. Η Μπλανς κερνά τσιγάρο απ’ αυτά τα αυτοσχέδια με ρίγανη και ρίγανη. Αθώα το καταπίνεις, -ο εθισμός είναι εθισμός, δεν κάνει διακρίσεις-. Τζούρα στην τζούρα, τζούρα στην τζούρα, κάποτε ο απέναντι γλώσσα απλώνει να το σβήσεις. Στρώνεις τη φούστα όσο πιο ήσυχα γίνεται και ο δίπλα υποβολέας βάζει την κασέτα «όλα πέντε ευρώ ό,τι πάρεις όσο πάρεις, μην μιλάς, ψώνισε γρήγορα, φτηνά και σκάσε». Η Μπλανς σε σκεπάζει με μια σαν-μεταξωτή μπλούζα. «Τα σαν-κουκούλια ποτέ δεν τα πειράζουνε εδώ, έχουνε τούτο το πρεστίζ, κανένας δεν τ’ άγγίζει», ψιθυρίζει, «είναι που γυαλίζουνε στο φως και ως κλασικές μαϊμούδες χάφτουνε όλοι την ψευτιά». Κάθονται σε χαμηλότερο επίπεδο και λόγω κατωφέρειας τρώνε τα διπλανά κατασχεθέντα καφάσια πορτοκαλιών στο κεφάλι. Σε κλίση το δωμάτιο για να θυμίζει ότι η ζωή άλλους τους ρίχνει στα ψηλά, άλλους στα χαμηλά κι αυτοί που είναι στα ψηλά θα στον καρφώσουνε μια μέρα ασάλιωτο τον τόσο όσο. Η Μπλανς απτόητη τραγουδά για κάποιον φρουτοπόλεμο, για εκείνον τον πόλεμο που θα ’κανε αν είχε ελεύθερα τα χέρια, έπειτα ξεφλουδίζει κύκλους πορτοκαλί, τους πλέκει δαχτυλίδια, μοιράζει προσκλητήρια, το υπόλοιπο ζουμί το κάνει μαξιλάρι. «Άμα δεν τσούξει το άσπρο μάνα μου, παράδεισος δεν ξέρεις τι θα πει», σφυρίζει, «καληνύχτα». Τη Δευτέρα θα τους φορτώσει όλους ο Σίσσυφος στην πλάτη. Θα βγούνε έξω να παίξουνε τον κόσμο φανταστικά, γεμάτο πορτοκάλια και γαμήσια και γαμήσια πάνω σε πορτοκάλια και πορτοκάλια γαμιστερά. Η Μπλανς στα μέσα της διαδρομής θα πηδήξει απ’ την καρότσα, θα τρέξει σ’ εκείνον τον κήπο με τα εσπεριδοειδή, θα μπει ξανά στα παιδικά της παπούτσια, αποπλάνηση ανηλίκου θα πουν, θα την ξαναφορτωθεί το ίδιο δωμάτιο, θα μείνει εκεί μετέωρη με το ένα πόδι να αγγίζει το τσιμέντο και τ’ άλλο το χώμα, εκεί στην άκρη του παραπετάσματος μπορεί να της φέρει κάποτε η κλίση εκτός από τα πορτοκάλια κι αυτό που ονειρεύτηκε.