Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ
Πάνος Παπαπαναγιώτου
Άυπνος τρεις μέρες τώρα και οι μόνες καθαρές αναμνήσεις ξεκινούν μια μέρα πριν από την τελευταία μέρα που κοιμήθηκα.
Πάλευα όλη νύχτα. Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί με πείσμα μια ιδέα για διήγημα που όμοιό του δεν είχα γράψει. Τέσσερις το πρωί, ιδρωμένος, είπα θα κρατήσω σημειώσεις. Έκατσα στον υπολογιστή. Ο κέρσορας χοροπηδούσε κοροϊδευτικά και η οθόνη παρέμεινε απελπιστικά κενή – δεν θυμόμουν τίποτα.
Ξανάπεσα για ύπνο. Σηκώθηκα έχοντας γεύση αρμύρας στο στόμα, θα ‘κλαιγα στον ύπνο μου, υπέθεσα, δεν έδωσα σημασία. Ντύθηκα και ξεκίνησα για τη δουλειά με τα πόδια.
Σ’ όλη τη διαδρομή, τ’ όνειρο ζωντάνευε γύρω μου, με κύκλωνε, μ’ έσφιγγε. Έβλεπα τους περαστικούς να μ’ αποφεύγουν, να συνωμοτούν εναντίον μου, να με κοροϊδεύουν ψιθυρίζοντας μόλις περνούσα κι ήθελα να τους χτυπήσω όλους, να τους κάνω το μεγαλύτερο κακό που σκέφτηκε ποτέ άνθρωπος. Ένιωθα ότι με περιγελούν για την αδυναμία μου να γράψω, ότι αυτοί ήξεραν ενώ εγώ όχι.
Κάποια στιγμή, κατά το μεσημέρι, έκατσα να φάω κάτι, άναψα τσιγάρο κι ακόμη είχα εκείνο το ενοχλητικό χτύπημα στο πίσω μέρος του μυαλού να μου λέει πως πρέπει να το ξεφορτωθώ, πως δεν θα μ’ άφηνε ήσυχο ποτέ αν δεν το έκανα.
Έκλεισα τις τελευταίες εκκρεμότητες κατά τις έξι τ’ απόγευμα και ξεκίνησα πάλι για το σπίτι με τα πόδια. Μπήκα για ντουζ και άραξα στο κρεβάτι κοιτώντας το κενό.
Τ’ όνειρο δεν μ’ άφηνε να ησυχάσω, οι περαστικοί, ο ετοιμόγεννος εγκέφαλός μου. Ήταν λες κι προβάλλονταν στο ταβάνι όλες μου οι εμμονές και όλες μου οι αποτυχίες. Έκατσα στον υπολογιστή αποφασισμένος να μη σηκωθώ μέχρι να καταφέρω ν’ αποτυπώσω την ιδέα που είχα. Οι ώρες περνούσαν, το τασάκι γέμιζε, πιάστηκε η πλάτη μου, έτσουξαν τα μάτια μου – τίποτα.
Το κινητό χτύπησε αρκετές φορές, ένας κολλητός με πήρε για καφέ, μια γκόμενα να βγούμε για ποτό «ή ό, τι άλλο θες» και μια πρώην μού έστειλε μήνυμα ότι χάθηκα και με πεθύμησε. Όλους τους αγνόησα. Άνοιξα μια κρύα μπύρα. Η ζέστη εξωφρενική, είχα μείνει με το εσώρουχο. Η μπύρα τέλειωσε, άνοιξα δεύτερη και τρίτη, τις ήπια όλες, κάπνισα όλο τον καπνό και με πήρε ο ύπνος μπροστά
στον υπολογιστή.
Πετάχτηκα με το ξυπνητήρι – έριξα ένα μπουκάλι κάτω. Το στόμα μου βάλτος και το κεφάλι μου βαρύ. Συνήλθα όσο χρειαζόταν, για να διαβάσω στην οθόνη:
Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι παραμιλάς – Όταν κοιμάσαι |