Μπλε πανσέληνος
Περσεφόνη Κρασίδου Φακίτσα
30 Απριλίου 1961
Νότια του Ολύμπου,
σε ένα από τα χωριά που ξεπλένει ο Τιταρήσιος.
Άγρυπνος, παρέα με το σκυλί του. Μαζί του δε φοβόταν τα βράδια στο ύπαιθρο. Το κοπάδι, ήρεμο, κοιμόταν στο μαντρί. Η νύχτα γλυκιά. Αστροφεγγιά. Ξαπλωμένος ανάσκελα μελετούσε το στερέωμα: «Λόρθο το φεγγάρι, δίπλα ο τσοπάνος». Καλοκαιρία σήμανε. Στο χωριό γιόρταζαν τα Κλήδονα . Χαμογέλασε και χάιδεψε τον σκύλο. Η Πούλια ήταν το αλάθητο ρολόι του.
Κοντά μεσάνυχτα, το σκυλί του γρύλισε ανήσυχα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μήτε για λύκο γάβγισε, μήτε για ληστή. Μικρά κοφτά γαβγίσματα. Μέτρησε τα πρόβατα. Όλα στη θέση τους. Το ζώο συνέχισε να γρυλλίζει. Προσπάθησε να το ηρεμήσει. Τίποτα.
Το άφησε φύλακα και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα γύρω από το μαντρί. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, με μια σπάνια μπλε απόχρωση και μπορούσε να δει αρκετά καθαρά. Γύρω δεν φαινόταν ψυχή. Ακουγόταν πέρα το ποτάμι και το θρόισμα απ’ τα καβάκια.
Πήρε το μονοπάτι για το βαρκό. Γύρω του, χωράφια με τριφύλλι και μερικές καρυδιές. Ένας βράχος χώριζε τα χέρσα απ’ τα σπαρμένα. Έστριψε στο μονοπάτι και τις αντίκρισε. Ήταν σχεδόν μπροστά του. Τρεις γυναίκες ολόγυμνες χόρευαν.
Σκιάχτηκε. Κάτι του έλεγε να το βάλει στα πόδια αλλά δεν το ‘κανε. Τα πόδια του είχαν ριζώσει. Μαγνητισμένος, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω τους.
Οι γυναίκες χόρευαν, τα μαλλιά τους ανέμιζαν. Το φως του φεγγαριού τα έκανε να μοιάζουν σαν από ασήμι. Παρατηρούσε κάθε τους κίνηση αλλά δεν μπορούσε να δει τα χαρακτηριστικά τους. Έμοιαζαν άυλες και κινούνταν όλο και πιο γρήγορα με τα χέρια σηκωμένα πότε στον ουρανό, πότε στη γη. Τις είχε πιάσει κάτι σαν μανία, έκσταση. Πώς δεν είχε ακούσει τις κραυγές τους πιο πριν;
Η λογική του, του έλεγε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Οι γυναίκες έγιναν ένα, αιωρούνταν. Το φεγγάρι τον τραβούσε σαν μαγνήτης κι αυτό. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ανέβαινε αυτός ή κατέβαινε η σελήνη. Το αίμα στις φλέβες του έρεε όλο και πιο γρήγορα. Η καρδιά του ακουγόταν ως πέρα. Ναυτία. Σκοτάδι.
[κενό]
… γλυκιά η ζεστασιά του κορμιού της σαν πρώτο φως. Υγρό το φιλί της. Δεν ήθελε με τίποτα να ανοίξει τα μάτια και να χάσει αυτή την αίσθηση. Η δροσούλα τον χάιδευε το πρόσωπο…
Ξύπνησε απότομα για να συνειδητοποιήσει πως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου του ζέσταιναν ήδη το πρόσωπο. Το πιστό σκυλί του από δίπλα. Ήταν ώρα να βγουν τα πρόβατα για βοσκή πριν ο ήλιος αρχίσει να καίει.
Οι εικόνες από την ψεσινή νύχτα πέρασαν αστραπή απ’ το μυαλό του, μα η ανησυχία του για το κοπάδι, ήταν μεγαλύτερη. Ευτυχώς ο Γκέκας τον καθησύχασε. «Όλα καλά» του γάβγισε και κούνησε την ουρά του. Άφησε τα πρόβατα με τον μπιστικό , και πήρε το δρόμο για το χωριό.
Στο σπίτι η γιαγιά είχε ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζε φαγητό. Μυρωδιές από λάχανο και κύμινο πλημμύριζαν την κουζίνα. Ακολούθησε τον θείο του στην πλατεία για καφέ, ίσως και κάνα τσίπουρο αργότερα. Ήταν Πρωτομαγιά. Την επομένη θα έπαιρναν τα ζώα στο Γομαροπάζαρο του Τυρνάβου.
Γύρισαν για μεσημεριανό στο σπίτι. Τα γιαπράκια αυτά ακόμη τα θυμάται. Μετά απογευματινός ύπνος. Ύστερα πάλι πλατεία, καφές, μεζές, κρασί και διασκέδαση. Δεν θυμόταν ποτέ να είναι μικρός στο χωριό του. Όλοι τον φώναζαν με το όνομά του, όλοι τον ήξεραν, όλοι τον υπολόγιζαν. Από παιδάκι που έβγαινε να παίξει στην πλατεία μέχρι και τα 16 του χρόνια, ο Στέργιος ήταν σημαντικό μέλος της κοινότητας. Ο καθένας είχε τη θέση του. Ακόμη κι αυτοί που είχαν φύγει για τα ξένα. Οι παππούδες σώπαιναν αλλά όταν μιλούσαν, όλοι τους άκουγαν. Μικροί και μεγάλοι, δούλευαν σκληρά. Ξεκούρασή τους, η συνάντησή τους στην πλατεία του χωριού. Τα πειράγματα και οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν – άλλοτε αληθινές και άλλοτε με μια δόση υπερβολής. Τα παιδιά κυκλοφορούσαν ελεύθερα, τριγυρνούσαν και έπαιζαν μέχρι να ακούσουν τις φωνές των μανάδων τους να τους καλούν για φαγητό.
Δεν τόλμησε ποτέ να πει σε κανένα για κείνο το βράδυ.
Από τότε όμως, κάτι γυάλιζε στα μάτια του όταν κάποιος τύχαινε να αναφέρει τις μάγισσες. Οι άντρες δεν πολυμιλούσαν για αυτά. Οι γυναίκες, όταν υπήρχε κάποιο ανεξήγητο πρόβλημα, πηγαίνανε στα Τρίκαλα, στη Λυούσα , για να «λύσουν» τα μάγια. Καμιά δεν έλεγε πως πήγαινε να τα «δέσει». Από δω κι από κει έμαθε ότι στην Υπάτη υπάρχει λέει ένα σημείο που μαζεύονται «αυτές» και φτιάχνουν τα πιο σκοτεινά ξόρκια, νύχτα χωρίς φεγγάρι. Αν ζούσε η μάνα του θα ήξερε περισσότερα. Η γιαγιά δεν έβγαινε από το σπίτι και δεν έδινε σημασία στις κουτσομπόλες γειτόνισσες. Μόνο για κάτι βοτάνια ήξερε, που γιάτρευαν τις αρρώστιες.
Πέρασε ο καιρός.
Μια μέρα είχε να πάει με τ’ άλογό του τυρί και κάτι αβγά σε ένα παράμερο χωριό, χωρίς όνομα. Όλα κι όλα πέντε σπίτια. Εκεί ζούσε μια φίλη της γιαγιάς. Της είχε στείλει παραγγελιά τι χρειαζόταν.
Ο άντρας της τον κέρασε ένα τσίπουρο για το καλωσόρισμα στην αυλή. Η κυρά-Φροσύνα έβγαλε μεζέ. Τον ρώτησε για την οικογένεια. Όλοι καλά. Είχαν πάρει και πρόσφατα γράμμα από τον πατέρα του, που δούλευε στη Γερμανία. Λίγο πιο πέρα, πήρε το μάτι του μια νια γειτόνισσα να φροντίζει τις κότες. Δεν του φάνηκε παράξενο που η κυρά-Φροσύνα δεν έπαιρνε αβγά απ’ αυτήν. Στα χωριά ήταν περίεργες οι σχέσεις στη γειτονιά. Μια αχτίδα φωτός πέρασε μέσα απ’ τα μαλλιά της κοπέλας και τον αναστάτωσε. Τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε. Θα ‘ταν κάπου στην ηλικία του. Ένιωσε οικεία. Σαν να την είχε ξαναδεί.
Η κυρά-Φροσύνα τον κοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα. Τον φόρτωσε με στάρι, και του ‘δωσε και ένα μπουκάλι τσίπουρο για τον παππού, «απ’ του θκο μας». Στο γυρισμό του είπε απλά «να προσέχς…» και «να δώσ’ τα δέοντα στους θκούς σ’».
Λίγες μέρες μετά, ξαναείδε την κοπέλα στην Τετάρτη . Μόλις είχε ξεπουλήσει κάτι κότες, όταν την πρόσεξε. Κρατούσε ένα σακούλι με βοτάνια. Είχε κάνει τάχα ανταλλαγή με κάτι αβγά απ’ τις κότες της, μα φαινόταν να είχε συνεννοηθεί με τα μάτια με μια άλλη ψηλή γυναίκα, με μαύρα πυκνά μαλλιά, αρκετά μεγαλύτερη. Αισθάνθηκε κάτι να τον έλκει σαν μαγνήτης. Ήθελε να της μιλήσει μα έπρεπε να την πετύχει μοναχή της.
Οι γυναίκες πήραν τον δρόμο για το σταθμό. Τις πήρε στο κατόπι αλλά από μακριά. Στο σπίτι δεν τον περίμεναν μέχρι την επομένη. Θα έμενε στη Λάρισα για να τελειώσει κάποιες δουλειές. Η κοπέλα, κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε πίσω, σαν να είχε καταλάβει ότι κάποιος την ακολουθούσε. Ο Στέργιος για να μην τον δει, έστριψε σε ένα σοκάκι. Είχε ήδη καταλάβει προς τα πού κατευθυνόταν. Έκοψε δρόμο και έφτασε πρώτος.
Το τρένο ήταν ήδη εκεί. Πήρε εισιτήριο και στριμώχτηκε σε μια γωνιά. Οι γυναίκες ήταν δυο θέσεις πιο μπροστά. Κόσμος πολύς.
Κάπου στο Λιανοκλάδι, σηκώθηκαν. Αυτός κατέβηκε απ’ την πίσω πόρτα. Προσπαθούσε να μην τις χάσει απ’ τα μάτια του αλλά και να μην τον καταλάβουν.
Ευτυχώς τότε, πολλοί κατέβαιναν από τη Βόρειο Ελλάδα για να πάνε στα Λουτρά της Υπάτης για μπάνια, και μπόρεσε να κρυφτεί μες το πλήθος. Πήραν το δρόμο για τα Λουτρά, και μετά προχώρησαν προς την Υπάτη. Ήταν ήδη αργά και το φως λιγόστευε.
Ο Στέργιος δεν δείλιασε. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, χωρίς άστρα. Ήταν όμως μαθημένος να τριγυρνάει στο ύπαιθρο και να μη φοβάται, να ακολουθεί τους ήχους της νύχτας σαν τσακάλι και να βρίσκει το δρόμο του.
Τις είδε να αφήνουν τον κεντρικό δρόμο και να προχωρούν στον ανηφορικό χωματόδρομο. Σύντομα πήραν το μονοπάτι στα δεξιά και εξαφανίστηκαν ανάμεσα στα βράχια και τη πυκνή βλάστηση. Το σκοτάδι τις είχε καταπιεί. Ο Στέργιος ήταν ήδη αρκετά κουρασμένος. Κρύφτηκε παράμερα και περίμενε το πρώτο φως. Ξάπλωσε στη ρίζα ενός βράχου, κρυμμένος πίσω από ένα σκίνο. Αποκοιμήθηκε με μιας.
… Ξαναένιωσε για λίγο τη γλυκιά ζεστασιά του κορμιού της. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη μορφή της, μα αναγνώρισε το υγρό το φιλί της. Κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, το μυαλό του έπαιζε μαζί του. Το όνειρο έμοιαζε τόσο αληθινό… Ήταν όμως στ’ αλήθεια όνειρο; …
Στο πρώτο φως ήταν όρθιος. Επέστρεψε στην πραγματικότητα και θυμήθηκε πώς βρέθηκε εκεί πέρα. Έψαξε τριγύρω για ίχνη και σπασμένα κλαδάκια. Τίποτα. Λίγο πιο πέρα διέκρινε μια τρύπα στο βράχο που φαινόταν να οδηγεί σε ένα σπήλαιο. «Λες να χώθηκαν εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί έβαλε το κεφάλι του μέσα στο στόμιο. Στη σχισμή ένιωσε δροσερό αέρα να βγαίνει. Φως υπήρχε λιγοστό, μα δεν μπορούσε να διακρίνει από που έμπαινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, το πήρε απόφαση και μπήκε. Το έδαφος γλιστρούσε και ήταν κατηφορικό. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν μικρά κοιλώματα που τον βοηθούσαν να πιάνεται. Κρατιόταν και κατέβαινε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Σε κάθε του βήμα, έφευγαν κομμάτια από το βράχο. Κάποια σημεία χρειάστηκε να τα περάσει έρποντας. Η τρύπα δεν φαινόταν να έχει τέλος. Ανέβαινε, κατέβαινε, διακλαδιζόταν, σαν λαβύρινθος.
Συχνά ξαναβρισκόταν στο ίδιο σημείο αλλά δεν το ‘βαζε κάτω. Συνέχιζε. Πρέπει να είχε κρατήσει η κατάβασή του αυτή αρκετές ώρες. Κάποια στιγμή άκουσε νερό να ρέει. Σύρθηκε προς τα εκεί. Τα βράχια γλιστρούσαν όμως και κουτρουβαλίστηκε. Έπεσε στην άκρη μιας υπόγειας λίμνης.
Ένιωσε ελαφριά ζάλη. Άνοιξε τα μάτια. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Σταλακτίτες, κρυστάλλινα νερά και αέρινες παρουσίες. Αυτή τη φορά δεν τρόμαξε. Έμεινε αρκετή ώρα και τις παρατηρούσε που έκαναν το λουτρό τους. Δε φαινόταν να αντιλαμβάνονται την παρουσία του. Γδύθηκε και μπήκε στο νερό. Ήταν ζεστό και δροσερό ταυτόχρονα. Ξέπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια του. Πιο πέρα παρατημένη, μια μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή στα αρχαία: “ΛΗΘΗΝ Τ’ ΟΠΙΣΘΕΝ ΟΣ ΙΘΙ ΕΛΕΥΣΕΤΑΙ”. Όποιος έρθει εδώ ξεχνάει…
… Η μορφή της ήρθε πάλι κοντά του. Ένιωσε για άλλη μια φορά τη γλυκιά ζεστασιά του κορμιού της. Αυτή τη φορά έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε. Το απρόσμενα ζεστό και λείο πέτρωμα της σπηλιάς, ο ήχος του νερού, η μυρωδιά του κορμιού της πλάνεψαν τις αισθήσεις του. Ένιωσε το στήθος της να αγγίζει το δικό του. Ανταποκρίθηκε στο υγρό φιλί της. Αισθάνθηκε τα μεταξένια μαλλιά της στο πρόσωπό του. Αφέθηκε. Ένιωσε κάτι να του ψιθυρίζει στο αυτί και κάτι να του περνάει στο λαιμό. Αποκοιμήθηκε…
Ξύπνησε δίπλα στο πηγάδι, στο “Ρέμα του Τσαγκλάνη”. Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν ακόμη στην Υπάτη. Στο λαιμό του κρεμόταν ένα φυλακτό με τρεις σκορπιούς.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ένα παιδάκι στο πρώτο σπίτι που αντίκρισε, έπαιζε με το κουταβάκι του. Χάιδεψε το κουτάβι και τότε ένιωσε ξέγνοιαστος και χαρούμενος σαν κι αυτό. Η όσφρησή του έγινε πιο δυνατή, αλλά δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε ότι μάλλον πεινούσε και γι’ αυτό όλα τα φαγητά που ετοίμαζαν στα σπίτια του έσπαγαν τη μύτη.
Βγήκε στο δρόμο για το Λιανοκλάδι και πήρε το τρένο της επιστροφής. Άδειο σχεδόν. Ακουγόταν μόνο ο ρυθμικός ήχος που έκανε το βαγόνι στις ράγες. Ξάπλωσε και καμώθηκε πως κοιμάται. Ο ελεγκτής δεν φάνηκε ευτυχώς.
«Η ανεμότρυπα να ‘ταν;», μονολόγησε. Είχε ακούσει για το μυστικό αυτό άντρο των φαρμακίδων, κανείς όμως δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. «Μάγισσα να ‘ναι κι αυτή; Για ποιο άλλο λόγο να ερχόταν εδώ μες τη νύχτα, και πώς αλλιώς να είχαν εξαφανιστεί αν δεν ήξεραν τη μυστική αυτή δίοδο;…»
Κατέβηκε στη Λάρισα και πήρε το λεωφορείο για το χωριό.
Έφτασε κατακουρασμένος. Ο Γκέκας πήδηξε πάνω του να τον προϋπαντήσει. Ένιωσε τον ενθουσιασμό και τη χαρά του σαν να ήταν ο ίδιος σκύλος και καλωσόριζε τον αφέντη του. Η γιαγιά τον αγκάλιασε. «Ήρθες πιδούλι μ; Κάτσε να συ βάλω να φας», του είπε και ενημέρωσε τον παππού: «Του πιδί γύρσι». Ετοίμασε ένα ζεστό μπάνιο και τον άφησε να ηρεμήσει στα καθαρά σεντόνια.
Έσβησε τη γκαζόλαμπα και αποκοιμήθηκε. Ήταν ο πιο γλυκός ύπνος που είχε κάνει στη ζωή του.
Τις επόμενες μέρες, στο χωριό η ζωή φαινόταν να μην έχει αλλάξει. Ήρθε πάλι η Κυριακή και τα παιδιά έπαιζαν στην πλατεία. Οι άντρες κάθονταν στα καφενεία και αφηγούνταν τις ιστορίες τους. Ξαφνικά, ένα αγριεμένο σκυλί εμφανίστηκε και τα παιδάκια σκόρπισαν τρομαγμένα. Ούρλιαζε και έβγαζε αφρούς απ΄το στόμα. Ο Στέργιος πήγε κοντά του. Τα μάτια του μιλούσαν με πόνο. Το χάιδεψε και ένιωσε το ξύλο που έφαγε νωρίτερα από την κυρά-Γιώργαινα. Το πήρε αγκαλιά και το πότισε λάδι απ’ το μαγαζί. Ίρμα το λέγανε. Το σκυλί ηρέμησε και το πήρε στο σπίτι να το γιατρέψει. Με το που μπήκε στο στενό, ένιωσε την κακία που ανάβλυζε η ψυχή της γυναίκας του γείτονα και τρόμαξε. Ένιωσε ότι και η Ίρμα είχε τρομοκρατηθεί. Τη χάιδεψε και ηρέμησε. Στο σπίτι, η γιαγιά έφτιαξε ένα μίγμα από βοτάνια και την σώσανε. Ήταν πια ασφαλής. Από τότε η Ίρμα, έγινε ο πιστός του ακόλουθος, η βασιλική του φρουρά. Έτρωγε μόνο από τα χέρια του. Ξάπλωνε μόνο στα πόδια του και δεν τον άφηνε σπιθαμή.
Στο στάβλο ο Ψαρής ήταν ξαπλωμένος. Ήταν το αγαπημένο του μεταφορικό μέσο. Έλυσε το άλογο και ανέβηκε απάνω του ασέλωτο. Το έβγαλε στα χωράφια και το άφησε να τρέξει. Η ελευθερία που ένιωθαν, άλογο και καβαλάρης, ήταν απερίγραπτη. Είχαν μετατραπεί σε άνεμο, και ο Στέργιος αισθανόταν δυνατός και γρήγορος σαν άτι. Από κοντά, πάντα δίπλα του, ο Γκέκας και η Ίρμα προσπαθούσαν να τους φτάσουν.
Άφησε τον Ψαρή να βοσκήσει, έπαιξε λίγο με τα σκυλιά και μετά γύρισαν με χαλαρό βηματισμό όλοι μαζί στο σπίτι.
– «Ω Στέργιο. Σταμάτα να πλαλάς απ’ δω κι από κει πιδί μ’, και κάτσε να ειδούμε τι θα φχιάσουμε με του τσίπρου».
Οι γάτες έτριβαν τη γούνα τους όπως πάντα στα πόδια του παππού.
Η γιαγιά πάντα τις έδιωχνε αλλά όταν ήταν σπίτι ο παππούς, δεν τις πείραζε κανείς.
– Ταχιά , θα πάμε στου Δαμάσ’ να βγάλουμε του τσίπρου, έχ’ το νου σ’.
– Ναι, παππού. Θα ‘ρθω μαζί σ’.
– Πρέπ’ να μάθς, για να το βγάζεις και μοναχός σ’ μετά. Να ειδείς πώς το φχιάνουμε για να ξέρς.
– Ηντάξ’ παππού. Γλυκάνσου βρήκες;
– Μας το στείλ’ η ξάδελφος, απ’ τ’ Βόρειου Εύβοια.
Ηντάξ’;
– Ηντάξ’ συ λέω! Μην ανησυχείς.
Την επομένη, μετά από μια γεμάτη μέρα στο καζάνι, ο Στέργιος βοήθησε τον παππού να φορτώσει το τσίπουρο στο κάρο.
– Παππού θα κάτσου λίγ’ ακόμα να βοηθήσω και τον Τάκ’ γιατί κουψουμισιάσκε μοναχός τ’.
– Μην πιεις πολύ και έρθς τσ’ χαραές.
– Μην ανησυχείς…
«Φιλότμος σαν τον πατέρα του» σκεφτόταν ο παππούς στην επιστροφή του.
Τον είχε προειδοποιήσει ο παππούς, μα δεν τον άκουσε. Αμάθητος, μέθυσε.
Στην επιστροφή ξέμεινε σε ένα χωράφι. Η αγελάδα τους, που γυρνούσε μόνη στο σπίτι, τον βρήκε, έσκυψε να του γλύψει το πρόσωπο. Συνήλθε. Μέσα από τα μάτια της είδε ένα χείμαρρο να κατεβαίνει. Περνούσε τη γέφυρα. Το μοσχαράκι της δεν πρόλαβε και το πήρε το ρέμα. Ο παππούς μάλλον δεν του το ‘χε πει για να μη στεναχωρεθεί. Πίστευε πάντα πως το είχαν δώσει.
Δεν μπόρεσε να αντέξει τον πόνο της μάνας και ξύπνησε. Το ζώο του «μίλησε» μα δεν ήξερε πώς να μαλακώσει τον πόνο της… Πήγαν μαζί στο ποτάμι, και έκλαψαν για το χαμένο μοσχάρι. Μετά πήραν τον δρόμο για το σπίτι. «Η γιαγιά δεν πρέπει να το μάθει ποτέ αυτό» σκέφτηκε.
Ο παππούς ήξερε τι θα πει γερό μεθύσι από τσίπουρα. Δεν του είπε τίποτα. Του έβαλε να φάει λίγη σούπα. Ακόμη το στομάχι του ήταν ανάκατο.
Στον ύπνο του εκείνη τη μέρα είδε ένα βουνό. Ήταν τόσο ψηλό που το ζώναν τα σύννεφα. Κι αυτός, στην κορφή ψηλά. Πετούσε σαν αητός. Έβλεπε κάτω τον κάμπο και τους ανθρώπους σαν μυρμήγκια. Έκανε βουτιά στο κενό και έσκιζε τον αιθέρα.
Ξύπνησε. Τότε μόνο τόλμησε να μιλήσει στον παππού.
– Νομίζω, του είπε, ότι τα ζώα μου μλάν.
– Συ όλους μας μλαν, είπε ο παππούς.
– Ναι, αλλά τα καταλαβαίνω συ λέω. Τα νιώθω.
– Αχχ, πιδι μ’. Χάρισμα έχς μα κι κατάρα. Σ’ εύχομαι να συ βγει σι καλό.
– Τι να συ πω παππού, δεν ξέρω… ψέλλισε ο Στέργιος. Του είπε για το όνειρο.
– Τουν Όλυμπο είδες γιε μ’, είπε ο παππούς. Τώρα γιατί κι πώς, δεν ξέρω. Το πεπρωμένο σ’ θα δείξ’. Τ’ βουνό των Θεών πάντως, για κακό δεν το ‘χω.
Πήρε τον Ψαρή και έτρεξε στα χωράφια. Ο δρόμος τον έφερε στο χωριό της κυρά-Φροσύνας. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ήταν όμως σπίτι η κοπέλα. Κατέβηκε και τη χαιρέτησε. Ανθούλου, το όνομά της.
– Θα ‘ναι στ’ αμπέλ’, του είπε. Κόπιασε να συ φιλέψω.
Κάθισαν παρέα και τα έλεγαν. Ένιωθε σαν να την ήξερε από παλιά. Αυτή η κοπέλα τον μάγεψε. Ήθελε να τη ξαναδεί αλλά δεν τολμούσε να της το πει. Κάπως ήξερε ότι το είχε ήδη καταλάβει από μόνη της.
Στον φράχτη της είχε πιαστεί ένα περιστέρι. Ο Στέργιος, το έπιασε μαλακά και το ελευθέρωσε. Δεν φάνηκε να είχαν πάθει ζημιά τα φτερά του και ανέβηκε ψηλά. Από κει είδε τη μητέρα της κοπέλας να μαζεύει βοτάνια στο βουνό. Την κυρά-Φροσύνα να επιστρέφει κουρασμένη στο σπίτι. Ήταν πια ώρα να επιστρέψει και αυτός στο δικό του.
Χαιρέτησε την Ανθούλου και ανέβηκε στο άλογο. Στο δρόμο για το σπίτι το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτήν… Αυτήν και εκείνη την άλλη, τη μορφή των ονείρων του…
Ξάφνου, ένα φίδι πέρασε από μπροστά τους. Ο Ψαρής τρόμαξε και σήκωσε τα πόδια ψηλά. Πέταξε το παλικάρι κάτω, και κτύπησε το κεφάλι του. Το φίδι προσπάθησε να τον δαγκώσει μα κάτι το εμπόδιζε και δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ξαναδοκίμασε, τίποτα. Σύρθηκε πιο πέρα και πριν προλάβει να απομακρυνθεί, ψόφησε. Ένα κοράκι έκραξε και πέταξε προς το βουνό για να προλάβει τα μαντάτα στην κυρά του τη μάγισσα.
Ο Στέργιος ήταν μισολιπόθυμος. Ο Ψαρής προσπάθησε να τον συνεφέρει.
Μπέρδεψε τις μνήμες του και προσπάθησε να ξαναβάλει και πάλι σε σειρά τα λογικά του…
«Τρεις γυναίκες ολόγυμνες χόρευαν.
Ξαφνικά, ένα αγριεμένο σκυλί εμφανίστηκε.
Σκιάχτηκε. Τα πόδια του είχαν ριζώσει.
Οι γάτες έτριβαν τη γούνα τους στα πόδια του παππού.
Αν ζούσε η μάνα του…
Οι γυναίκες χόρευαν, τα μαλλιά τους ανέμιζαν.
Φαινόταν να είχε συνεννοηθεί με τα μάτια με μια άλλη.
Την είδε να μαζεύει βοτάνια στο βουνό.
Κακία ανάβλυζε η ψυχή της.
Η μυρωδιά απ’ τα καθαρά σεντόνια
Στο γυρισμό του είπε απλά «να προσέχς…»
“ΛΗΘΗΝ Τ’ ΟΠΙΣΘΕΝ ΟΣ ΙΘΙ ΕΛΕΥΣΕΤΑΙ”
Πετούσε.
Έμοιαζαν άυλες. Μια αχτίδα έπεσε στο πρόσωπο της μιας.
Τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε.
Την αναγνώρισε.
Αναγνώρισε και τη γλυκιά η ζεστασιά του κορμιού της.»
Το σώμα του πονούσε παντού και το μυαλό του δεν ήταν ακριβώς στη θέση του… Ο Ψαρής τον βοήθησε να ανέβει στην πλάτη του και τον πήγε κατευθείαν στο σπίτι.
Ο Στέργιος ήταν αγνώριστος. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, είχε πέσει σε βαθύ μαράζι. Η Ίρμα δεν έφευγε από κοντά του. Ο Γκέκας μαράζωνε κι αυτός. Η αγελάδα ήταν η μόνη που μπορούσε να τον καταλάβει. Οι γάτες τον παρακολουθούσαν από μακριά και περίμεναν. Η γιαγιά κατάλαβε. Πήρε ένα ρούχο του και πήγε στα Τρίκαλα να λύσει τα μάγια.
Η Λυούσα της είπε να πάει το τελευταίο βράδυ του μήνα σε τρίστρατο, και να ρίξει εκεί με στραμμένο το πρόσωπο προς τα πίσω στάρι και κρασί, για να κρατήσει μακριά τα δαιμόνια απ’ το σπίτι. Μόνο μια μεγάλη μάγισσα μπορούσε να του κάνει τέτοιο κακό. Αλλιώς, όποιο κακό του εύχονταν, επέστρεφε στον κακόψυχο που τον καταριόταν. Τρεις σκορπιοί, λέει τον προστάτευαν και η ψυχή της μακαρίτισσας της μάνας του.
Η γιαγιά έκανε όπως τη είχε ορμηνέψει η μάγισσα. Της είπε και κάτι άλλα ακατανόητα για αυτήν, αλλά ο εγγονός της έβγαλε νόημα.
Συνήλθε. Μαζί του συνήλθαν η Ίρμα και ο Γκέκας. Οι γάτες γουργούριζαν από χαρά. Η αγελάδα τον καλωσόρισε σαν να ‘χε γυρίσει το παιδί της. Ο Ψαρής, χλιμίντριζε. Τώρα πια ήξερε.
Κάθε ζωντανό που άγγιζε το αισθανόταν, το καταλάβαινε, του μιλούσε. Παράλληλα κοιτούσε με τα μάτια του, είχε το ένστικτό του, μοιράζονταν τις αισθήσεις του. Απέκτησε όσφρηση σαν το σκυλί που χάιδεψε, μοιραζόταν τη δύναμη του Ψαρή, αισθανόταν τον πόνο της γελάδας και κοιτούσε από ψηλά με μάτια πουλιού.
Τα λόγια της Λυούσας αντηχούσαν στα αυτιά του: «Με αετίσια μάτια μοναχά μπορεί να δει την αλήθεια και να βρει το πεπρωμένο του».
Λίγες μέρες μετά, το πήρε απόφαση. Φόρτωσε τον Ψαρή, πήρε μαζί του τα σκυλιά, και ξεκίνησε για την αητοφωλιά. Το πεπρωμένο του τον περίμενε.
Δεν φάνηκε να είχαν πάθει ζημιά τα φτερά του και ανέβηκε ψηλά.
Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο.
Από μακριά φαινόταν ο χιονισμένος Όλυμπος.