Φρέντο
Στέλλα Τενεκετζή
Έτσι δε θα ‘θελες;
Να καεί από ευχαρίστηση μέχρι και το τελευταίο σου κύτταρο. Να καεί και να πει: αυτό είναι μακροβούτι. Ναι ρε, αυτό που είσαι εσύ γυμνός κι ολόγυμνη δίπλα σου κολυμπά η αγάπη κι οι φίλοι σου θεόγυμνοι τριγύρω κι οι μύτες σας τρύπιες από τ’ αλατόνερο κι ο ήλιος μια να μαλακώνει μια να ξεσκίζει τα κορμιά σας.
Αυτό δε θα ‘θελες;
Να ξημερώσει και να βγεις στο δρόμο, μ’ ένα δεκάρικο στην τσέπη, όχι παραπάνω, να φύγεις από τη γειτονιά σου να πιάσεις κεντρικό, να μπεις στο λεωφορείο ή την ώρα που θα περνάς τη διάβαση να σταθείς και να φωνάξεις: τι απάτη είναι αυτή ρε; Και τα παιδιά κι οι γέροι θα σε άκουγαν (δε φοράν στα χέρια τους ρολόι).
Kαι θα συνέχιζες – έτσι δε θα ‘κανες ρε φίλε;
Ρε, ξυπνήστε ρε, θα’ λεγες, καμία σχέση με το χρήμα η ευτυχία (με τη δόξα μια απ’ τα ίδια). Εδώ μιλάμε για συναίσθημα κι αυτό ρε θέλει χρόνο. Ελεύθερο χρόνο ρε. Και τα παιδιά θα γελούσανε κι οι γέροι θα σε χαιρετούσανε κι όλοι οι άλλοι μαστουρωμένο θα σε νόμιζαν: κόφ’ τες ρε, κόφ’ τες τις σκόνες – ποιος εγώ; εγώ τις έκοψα. Ρε, ζούμε ρε μέσα στο μπετόν, ο αφεντικός επάνω στο κεφάλι μας, για το ξεχαρμάνιασμα εκδρομές στη φύση κι όλο φοβόμαστε. Μην πέσει στη γη μετεωρίτης, μην πιάσει η κατάρα. Ποιος μετεωρίτης ρε; ποια κατάρα; εμείς.
Εμείς μπορούμε – έτσι δε θα ‘λεγες ρε Στάμο;
Κλείνω Στάμο, βρήκα!
Όχι ρε, γέμισε το χειρόφρενο αφρόγαλα.
Έκλεισε το κινητό. Αλάρμ όπισθεν, πάρκαρε. Έβρισε για τον καφέ, χτένισε τα μούσια του. Τα μούσια του, τα μουστάκια του και βγήκε από το αμάξι. Στα τζάμια (στις βιτρίνες) τσέκαρε ρούχα και μαλλιά. Έπιασε τα γυαλιά του (τα φόρεσε). Περπάτησε έφτασε, ξεκλείδωσε το μαγαζί.