Το πνιγμένο δάσος
Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας
Κι είπαν πως θα τον κάνουν λίμνη τον κάμπο.
Πως θα τον φράξουν σ’ αρχή και τέλος, και θ’ αφήσουν τον Αλιάκμονα να πνίξει τον τόπο. Και τη Νεράιδα μαζί. Θα πιει τις αυλές, θα δοκιμάσει τη γεύση των δέντρων, θα βάλει στα δόντια του τις κολώνες τις ηλεκτροφόρες, θα γλείψει τους τοίχους και τα σκασμένα κεραμίδια.
Κι η Νεράιδα ολόκληρη, θα κοιμηθεί στης λίμνης το βυθό, σαν σε γυαλί θαμμένη, μια Κοιμωμένη δίχως πρίγκιπα. Μόνο φυσαλίδες.
Κι οι κάτοικοι αναστατώθηκαν, και τριγύριζαν με τα χέρια στο κεφάλι και τα μαλλιά ανακατωμένα. Κι αν τύχαινε να σε βγάλει ο δρόμος στα στενά του χωριού του μελλοθάνατου, θα ‘βλεπες πρόσωπα με ένα συναίσθημα ζωγραφισμένο που δεν κατάφερε κανείς να περιγράψει.
Σε κάθε σπίτι, η ρημαδιασμένη ημερομηνία κυκλώθηκε με κόκκινο μελάνι. Οι πιο παλιοί, αφαίρεσαν τις μέρες τις υπόλοιπες από τα ημερολόγια της χρονιάς, κείνα που βγάζεις την ημέρα φύλο, φύλο. Κι όλο σκοτείνιαζαν, κι όλο σκέπαζαν το πρόσωπό τους, κι όλο μέναν πιο αμίλητοι, σαν το νερό να τους είχε σκεπάσει ήδη το στόμα και τη γλώσσα.
Το νερό κίνησε να βάψει το χωριό. Οι Νεράιδοι με τις Νεράιδες τους, σκαρφαλωμένοι στο μέρος το καινούριο, με τη θέα και τον δροσερό αέρα, το βλεπαν να καταπίνει το βιος τους, τις μέρες τις προηγούμενες, τη μνήμη τους την ίδια. Σαν να ‘πρεπε να μάθουν για την παλίρροια, τόσο μακριά απ’ αλμυρό στοιχείο, με τον πιο βίαιο τρόπο.
Κανείς τους δεν άντεξε να βλέπει ως το τέλος. Κι όταν η λίμνη έπινε το καμπαναριό, μια πέτρα ακανόνιστη, σαν απ’ το πουθενά, βρήκε τον μπρούντζο με δύναμη. Κι η καμπάνα διαμαρτυρήθηκε πριν πάρει τη θέση της στο βυθό τον παράξενο, που ‘χε χωριό ανάγλυφο, πατρόν για το ρούχο που φτιάχνουν τα φύκια του γλυκού νερού.
Εκείνοι που άφησαν τις μνήμες τους στους δρόμους της γλυκιάς Ατλαντίδας, βρήκαν μιαν ασχολία καινούρια. Θέλησαν, λέει, όλοι τους, να μάθουν να κάμνουν καταδύσεις, για να γυρνούν με μιαν ανάσα, στον κόσμο που τους έκλεψαν. Κι αν τους ρωτούσαν οι ξένοι, προς τι η τόση έγνοια για τις βουτιές και το κολύμπι, είπαν μεταξύ τους και συμφώνησαν πως θα ‘λεγαν «ψάρεμα υποβρύχιο». Τι άλλο;
Έβλεπες λοιπόν μια λίμνη πελώρια, του κουτιού, να γυαλίζει και στα νερά της πολύχρωμες βάρκες, του κουτιού, να γυαλίζουν και πλάι τους, βουτηχτάδες καινούριους, του κουτιού, με μάτια που γυάλιζαν από των αναμνήσεων τα ταξίδια.
Μα ήρθε το φθινόπωρο, το πρώτο φθινόπωρο που ‘βλεπε η λίμνη η καλοφτιαγμένη. Κι έφερε νερά μπόλικα, βρόχινα κι η λίμνη θέριεψε και τα νερά της έγιναν επικίνδυνα και τρομερά. Μέρα με τη μέρα φιλοξενούσε ρουφήχτρες περισσότερες και δεν άργησε η μέρα που σηκώσανε τον πρώτο λευκό σταυρό πάνω από χώμα που σκέπασε δύτη αναμνήσεων.
Μα ο καιρός, δε φοβέριζε τους μικρούς. Πέρασε ο ένατος, ο δέκατος, η μέρα μίκραινε ολοένα και τους έβρισκε σε κύμα ανάμεσα. Το αίμα έβραζε, κι οι αλάνες που ‘ξεραν και τα πληγωμένα τους γόνατα είχαν μετρήσει, στέκονταν δώδεκα μέτρα παρακάτω. Θα ‘παιζαν εκεί λοιπόν. Ξανά. Εν’ απόγευμα ακόμα. Το αίμα έβραζε, το νερό αγκάλιαζε, το χώμα ζητούσε.
Δυο ντουζίνες σταυροί ως το Νοέμβρη. Και δάκρυα που μεγάλωναν αγριάδες πλάι τους. Το κακό, σταματημό δεν είχε. Και ξέρεις ποιος ήταν ο φόβος ο μεγαλύτερος; Εκείνες οι βόλτες που σου επέτρεπαν να δεις τα μάρμαρα τα καινούρια που τα φυλάγαν κυπαρίσσια. Εκείνες οι βόλτες που ‘λεγαν την ηλικία την χαραγμένη, με τους άσσους και τα δυάρια να καμαρώνουν πρώτοι απ’ τ’ αριστερά.
Ξημέρωσε η πρώτη του Δεκέμβρη. Κι είχε χρόνια πολλά να κάνει τόσο ηλιόλουστη μέρα, σχεδόν αρχές χειμώνα. Μαζεύτηκαν του χωριού οι μάγκες, οι υποβρύχιοι, να πάνε για βουτιές. Μεσημέρι του μήνα του δωδέκατου. Τι κι αν φωνάζαν οι μανάδες; Εκείνοι που στα καφενεία στέκονταν, χαμογελούσαν κάτω απ’ το μουστάκι τους. Περήφανοι για τ’ αντράκια τα καινούρια, που τιμούν το χωριό το κρυμμένο, που τιμούν τις μέρες που περάσαν, που ταρακουνάνε τα νερά τα καταραμένα κι ίσως, ένας δυο, αφήσουν δαχτυλιές και στην καμπάνα.
Ξεκίνησε η πορεία η φωνακλάδικη. Και βρήκε το νερό με τον ήλιο στο ψηλότερό του. Γυμνώθηκαν οι πρώτοι, μ’ άτριχα στήθια και κόκκινα μάγουλα, να ορμήσουν στο νερό. Κι ήταν μπούζι, κρύσταλλο σωστό, να τους ανοίγει τα στόματα, να κραυγάζουν, για τιμωρία.
Οι βουτιές οι πρώτες κρατούσαν μια στιγμή, δεν προλάβαιναν να δουν τη Νεράιδα, που κοιμόταν στο υγρό της μνήμα. Μα εκείνος ο ψηλός έμπαινε όλο και περισσότερο. Ένα λεπτό ολόκληρο. Ενάμισι. Σχεδόν δύο.
Μα πάνω από δύο; Το ‘χε κάνει κανείς σε νερό παγωμένο; Κατάλαβαν πως τον τράβηξε η λίμνη, είδαν την πεινασμένη δίνη ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα της. Ο αδερφός του ο μεγάλος, δεκαοχτώ χρονώ, με δυο απλωτές βούτηξε στης ρουφήχτρας το λαρύγγι.
Και πέρασαν δυο ακόμα. Και τρίτο. Κι έγιναν δέκα και δώδεκα. Κι οι φωνές, δεν ήταν από το ρίγος της λίμνης.
Τους έβγαλε ανάποδα. Τους έφτυσε. Τους τράβηξε τη ζωή και τους γύρισε, πεσκέσι τρόμου, μέρα του Δεκέμβρη.
Ξεκίνησε η πορεία η σιωπηλή. Με δυο λιγότερους. Για το σπίτι του τσοπάνη του τρανού, που ‘βοσκε τα ζα του στο βυθό μιας λίμνης.
Δεν έβγαλε μηλιά ο τσέλιγκας.
Σκαρφάλωσε στ’ άλογό του, πήρε, δυο πουλάρια ακόμα, γυμνά, κι έφυγε καλπάζοντας στην αρχή της γέφυρας, που θέλαν τη λίμνη να ζώνει και να ενώνει τα πλευρά της.
Βρήκε τους γιους του. Τυλιγμένους με σεντόνια μουσκεμένα. Δεν τον εμπόδισε κανείς. Φόρτωσε τα κορμιά στ’ άλογα και χάθηκε, όσο γρήγορα ήρθε.
Κύκλωσε τη λίμνη ολόκληρη. Τον είδαν από μακριά, να σταματά απέναντι, στο πλατανόδασος που κάποτε ξαπόσταινε το κοπάδι του, κι ύστερα, το πήρε το νερό. Ένα δάσος κανονικό, με δέντρα ανυπότακτα, που οι ρίζες τους επέτρεψαν να στέκουν στη λίμνη μέσα.
Πήδηξε απ’ τη γυμνή ράχη του ζωντανού. Και με σταθερό βήμα, προχώρησε στο παγωμένο νερό. Ως τα γόνατα. Πάνω απ’ αυτά. Ως τη μέση. Με τον πρωτότοκο στα χέρια. Κι όταν πλησίασε έναν κορμό καλοφτιαγμένο, τον μέτρησε, τον φίλησε και βούτηξε το παιδί. Το κατέβασε ως τη ρίζα του δέντρου, μουσκεύτηκε ολόκληρος. Κι όταν το σώμα ξάπλωσε στο χώμα, άρπαξε δυο πέτρες μεγάλες, κι έβαλε τη μια στο στήθος, την άλλη στα πόδια. Μη σηκωθεί ο γιος του και πρέπει ο πατέρας να τον γυρίσει στο κρεβάτι.
Ένας μόνο τον άκουσε να μιλά. Χρόνια αμέτρητα μετά. Κι έζησε παραπάνω, να πει όσα άκουσε. «Κείνοι που γυρέψαν να μάθουν την ιστορία μου και τους γλύκανε, δεν πάνε με τους άλλους. Δεν θα ‘χω τα παιδιά μου στριμωγμένα.»
Λένε, πως τα βράδια που ήρθαν, ακούγονταν θόρυβοι στο νεκροταφείο της Νεράιδας της νέας. Και κάθε βράδυ που οι θόρυβοι γεμίζαν τον αέρα, ένας τάφος βουτηχτή άδειαζε κι έδινε τη θέση του σε σκια υγρή. Από πλατάνι.
Τα πλατάνια, είν’ όρθια. Μείναν εκεί, να ρίχνουν ίσκιο, σε μέρος που ξαπλώσανε λεβέντες. Λεβέντες που τους ήπιε το γλυκό νερό. Εκεί. Ακόμα. Φρουροί όσων κυνήγησαν τη μνήμη τους. Κι αν πας στη λίμνη, θα τα δεις να υψώνονται, σημάδια για δύτες, που βούτηξαν στο παρελθόν τους το ίδιο.
Φωτογραφία, Στέλιος Ανδρουλιδάκης