Αγαπημένο μου κομμάτι χαρτιού
Χρύσα Χατζηλία
1.
Να έφταιγε το άγχος για το λύκειο; Να έφταιγε η καψούρα που προέκυψε; Αρχές Σεπτέμβρη. Είχα χάσει γύρω στα 12 κιλά. Είχα και ζαλάδες και αναγούλες. Το στομάχι μου πονούσε αφόρητα. Δυο βδομάδες και δυσκολευόμουν να φάω. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ούτε να πηγαίνω στο φροντιστήριο των Αρχαίων, ούτε καν να βγαίνω για μπάλα. Μόνο να βρίσκομαι με τη Νάσια. Και πάλι, όποτε επέστρεφα στο σπίτι, ήμουν πτώμα. Όταν άνοιξαν τα σχολεία ήρθε κι η αστάθεια. Έπεσα 2 φορές στο προαύλιο, μπροστά σε όλους.
«Το παιδί μου είναι ανορεκτικό», φώναζε η μάνα μου.
Με πήγαν για εξετάσεις. Στην αρχή γενική αίματος. Τίποτα. Μετά πιο εξειδικευμένες. «Στένωση Στομάχου». Αυτό είχα. Θα ξεκινούσα κάποιες θεραπείες και χάπια. Από τότε οι δικοί μου ήταν σκυθρωποί. Όλο κάτι ψιθύριζαν στα κρυφά. Ακόμα και ο μικρός μας, ο Άλκης, ήθελε συνέχεια να είναι μαζί μου. Μου έκαναν όλα τα χατίρια. Βέβαια, στο σχολείο και στα φροντιστήρια πήγαινα κανονικά. Έχανα μόνο κάποιες ώρες λόγω συχνών εξετάσεων. Έχανα και τα πρώτα τεστ, ευτυχώς. Αγχωνόμουν λίγο για τη Νάσια που ήταν μόνη στα διαλείμματα. Μια μέρα, επιστρέφοντας από το σχολείο μιλούσαμε για τις θεραπείες. Αυθόρμητα είπα «χημειοθεραπείες». Μα, τι της λέω, ο ηλίθιος; Δεν μπορεί. Ναι, το έχω σκεφτεί αλλά… Τρόμαξα. Χλόμιασα. Το ίδιο κι εκείνη. Άρχισε να με τρώει αυτό. Να πηγαίνει το μυαλό μου παντού.
Μετά το φαγητό έψαξα το βιβλιάριο υγείας μου. Δεν ήταν στο συρτάρι μου-περίεργο. Πάντα εκεί ήταν. Περίμενα να φύγουν οι δικοί μου για ψώνια. Τρύπωσα στην κρεβατοκάμαρα. Πρέπει να έψαχνα για κανένα μισάωρο.
Να το.
Στο κομοδίνο της μαμάς. Άνοιξα και ξεφύλλιζα με μανία να βρω τη διάγνωση. «CA Στομάχου». Δεν ήταν το ασβέστιο.
Έτρεμα ολόκληρος. Ζαλίστηκα. Άρχισα να φωνάζω; Να κλαίω; Δεν ξέρω.
Νωρίς το βράδυ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δίπλα μου οι δικοί μου κι ο γιατρός. Ξύπνησα.
Νεύρα. Απογοήτευση. Aηδία.
Γιατί μου το έκρυψαν;
Ο γιατρός με καθησύχασε πως δεν ήταν εντελώς σίγουρο αυτό. Ό,τι είχαν δει ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο. Κάτι που θεραπεύεται πλήρως.
Δυο μέρες μετά πήγα στο σχολείο. Στη Νάσια τα είχα πει όλα από το τηλέφωνο. Στεναχωριέται. Τώρα, κάθε φορά, με αγκαλιάζει όλο και πιο σφιχτά για να μην της φύγω, λέει. Συζητάμε για όλα. Βρισκόμαστε όποτε μπορούμε αλλά τα λέμε συνεχώς από το κινητό ή το facebook.
Δώδεκα Απριλίου κανονίζεται η τριήμερη της Α’ Λυκείου. Υποσχεθήκαμε να είμαστε μαζί. Το θέλουμε τόσο! Δε γίνεται να την αφήσω μόνη.
Φοβάμαι.
2.
Η Νάσια είναι το «αμόρε». Είναι η σχέση μου. Η πρώτη μου σχέση. Τα φτιάξαμε λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία για καλοκαίρι. Την παρατηρούσα σε όλο το γυμνάσιο. Ήταν η πιο όμορφη, με το ωραιότερο σώμα. Τα υπέροχα σγουρά της μαλλιά. Μπορώ να παίζω ώρες μαζί τους.Nα τα χαϊδεύω.
Η Νάσια παίζει πιάνο και τραγουδάει τέλεια. Σε όλα της, δηλαδή, είναι τέλεια. Αρχικά, γνωριζόμασταν ως συμμαθητές στο ίδιο σχολείο. Ήμασταν, βέβαια, σε διαφορετικά τμήματα. Ώσπου την άνοιξη ήρθαμε πιο κοντά, λόγω μιας μουσικής παράστασης του σχολείου. Ξεκινήσαμε να βγαίνουμε σε κοινή παρέα. Ήταν ωραία. Ανταλλάξαμε κινητά και e-mails.
«Θέλω να βρεθούμε να μιλήσουμε», της έστειλα ένα πρωινό του Μάη στο κινητό. Βρεθήκαμε το ίδιο απόγευμα, μετά το φροντιστήριο των γαλλικών της.
– Ξέρεις, μου αρέσεις πολύ. Θέλω να τα φτιάξουμε, να είμαστε μαζί. Πώς το λένε; Θέλεις;
– Φαίνεται, ε; Γελάει.
Θεέ μου, έτσι απλά, από τότε, είμαστε μαζί. Εκείνο ήταν το πιο σπουδαίο απόγευμα της ζωής μου. Στο σχολείο πηγαίνουμε οι δυο μας. Στην ώρα του μαθήματος στέλνουμε μηνύματα και ανυπομονούμε για το διάλειμμα. Τότε βρισκόμαστε, καθόμαστε παρέα με ένα άλλο ζευγάρι συμμαθητών. Τα λέμε. Γελάμε. Μπορεί να δίνουμε κανένα φιλί πεταχτά. Τα απογεύματα μου αρέσει να τη συνοδεύω από το φροντιστήριο στο σπίτι. Περπατάμε χέρι-χέρι. Αγκαλιαζόμαστε. Φιλιόμαστε. Πού και πού τραγουδάμε, κιόλας.
Είναι το καλοκαίρι μου. Ο Αύγουστός μου. Κάθε φορά που παίζω το κομμάτι στην κιθάρα, της το αφιερώνω. Έτσι χτυπάει και το κινητό μου, όποτε με καλεί. Το κορίτσι μου γεννήθηκε Αύγουστο. Και το καλοκαίρι που μας πέρασε μου χάρισε το ομορφότερο καλοκαίρι της -μέχρι τώρα- ζωής μου. Βγαίναμε μέρα-νύχτα. Σε απόμερα μέρη συνήθως. Στο παγκάκι, εκεί, στην «Ωραία Άνοιξη». Πολλές φορές καθόμασταν στη σιωπή. Χαζεύαμε τα σύννεφα και τα αστέρια. Έμπλεκα τις μπούκλες της στα δάκτυλα μου. Τις μύριζα. Κάποτε πήγαινα και στο σπίτι της ή ερχόταν στο δικό μου όταν ήμασταν μόνοι. Βλέπαμε ταινίες. Παίζαμε. Ονειρευόμασταν.
Σεξ δεν έχουμε κάνει ακόμα. Το έχουμε σχεδιάσει για την τριήμερη. Εκεί θα κοιμηθούμε μαζί.
Η Νάσια ήταν δίπλα μου και τότε. Όταν άρχισα να αδιαθετώ. Όταν έτρεχα στα νοσοκομεία λόγω «στένωσης στομάχου». Όταν ανακάλυψα τον καρκίνο που μου έκρυβαν. Ήταν εκεί στην πρώτη μου χημειοθεραπεία. Κι ας μην ήθελα να δω κανέναν. Μου έστελνε μηνύματα. Με έπαιρνε τηλέφωνα, αφιέρωνε τραγούδια. Ερχόταν και στο σπίτι όταν μπορούσε. Ακόμα, δηλαδή, το κάνει. Η Νάσια με ηρεμεί. Αν τη δω περνάει κι ο πόνος και όλα. Μου δίνει δύναμη.
Σκεφτόμαστε συνεχώς την τριήμερη που θα είμαστε αγκαλιά.
Είμαι ερωτευμένος, μα, φοβάμαι…
3.
Αγαπημένο μου… «κομμάτι χαρτιού»,
Ε, λοιπόν, ποτέ δεν περίμενα ότι θα γινόμουν τόσο φλώρος. Ούτε στα πιο τρελά μου αστεία δε θα έγραφα σε «ημερολόγιο». Σα χαζό.
Αλλά πονάω. Και μόνο σε σένα το λέω. Με ακούς χωρίς να αντιδράς. Αυτό χρειάζομαι. Η Νάσια μου είχε προτείνει να γράφω τις σκέψεις μου σε χαρτί. Το κάνει κι αυτή. Λέει πως έτσι νιώθει καλύτερα. Την αγαπώ. Δε θα της χαλούσα ποτέ χατίρι. Γράφω. Την σκέφτομαι. Στα κλεφτά, της στέλνω και κανένα μήνυμα στο κινητό.
Είκοσι οχτώ μέρες στο κρεβάτι. Εικοσιπέντε στο σπίτι μου. Εικοσιμία μέρες απουσίες από το σχολείο. Δεν είναι εύκολο. Δε μ’αρέσει. Κανείς δε με ρώτησε. Πονάω. Η τελευταία χημειοθεραπεία ήταν τραγική. Δεν έχω συνέλθει από τότε. Απορώ πώς ακόμα γράφω. Ώρες-ώρες μου τη δίνει. Θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι και να βγω στο μπαλκόνι. Να πηδήξω από τον πέμπτο, αργά το βράδυ. Κανείς να μην καταλάβει. Αλλά είναι και η Νάσια. Είναι οι γονείς μου. Ο Άλκης. Τα παιδιά. Η τριήμερη…
Λεωνίδα είσαι άχρηστος. Πρέπει να το παραδεχτώ. Είμαι δεκαπεντέμισι χρονών (που λέει και η μαμά). Άντρας. Χωρίς πολλά μαλλιά πλέον αλλά φοράω κάτι σούπερ καπέλα της Ferrari. Τα παραγγέλνω από το ίντερνετ. Τρελός καψούρης με τη Νάσια, το ωραιότερο χαμόγελο στον κόσμο. Όλοι την γουστάρουν. Τις στέλνουν και μηνύματα. Κι εγώ εδώ. Καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ζηλεύω. Ευτυχώς, όλα μου περνάνε όταν τη βλέπω. Ναι, είμαι χέστης. Έχω να την δω 29 μέρες. Πονάω τόσο που δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι. Φτύνω αίμα, στην κυριολεξία. Ολόκληρο γαϊδούρι και κάνω σαν μωρό. Νευριάζω. Θυμώνω. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα ελπίζω. Νιώθω δυστυχισμένος. Γιατί σε μένα; Γιατί;
Λεωνίδα, θα περάσει…
29 Οκτωβρίου. Η μέρα της τελευταίας χημειοθεραπείας. Από τότε κάτι δεν πάει καλά. Συνεχώς ζαλίζομαι. Έχω αναγούλες. Δυο-τρεις φορές ξέρασα με αίμα. Νιώθω το στομάχι να με καίει. Πονάω. Για φαγητό και νερό ούτε λόγος- με κάνουν χειρότερα. Μασουλάω μόνο χάπια και μου κάνουν κι ενέσεις. Όλα αυτά γίνονται ορός όταν μπαίνω στο νοσοκομείο. Δε χαμογελάω πια. Κάποιες στιγμές θέλω να κλάψω. Άλλες πάλι να τα διαλύσω όλα. Να ουρλιάζω μέχρι να μου φύγουν τα νεύρα. Να σκοτώσω όλους τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που με παιδεύουν. Να μην ξαναδώ κανέναν. Να ησυχάσω.
Και κάπου εκεί, σκάει μήνυμα. Η Νάσια. Της λείπω. Πάνε μέρες τώρα που δεν έχουμε βρεθεί. Σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω να παλεύω.
Της έταξα την τριήμερη.
Φοβάμαι πολύ.