74 βήματα
Εύη Μπερτσιμά
Ξυπνάω. Ντύνομαι. Χάπια. Πρωϊνό. Βιάζομαι. Καλημέρα, καλημέρα, γεια, καλά. Άσπρες μπλούζες. Διάδρομος. Πτέρυγα. Τελειώνετε. Ήλιος, που είναι ο ήλιος; Η μεγάλη πόρτα. Σίδερα, κλειδαριές, χραπ, χραπ, χραπ. Έξω. Ενέσιμο φως. Εισπνοή, εκπνοή. Εισπνοή, εκπνοή. Ζέστη. Κλείνω τα μάτια. Ακούω, βλέπω. 1, 2, 3, 4, 5. Δεξί, αριστερό. Πόδια. Βήματα. Ευθεία. Στοπ. Φανάρια. Πεζοδρόμιο, δρόμος, αυτοκίνητα. 29, 30, 31, 32, 33. Περίπτερο, δέντρο, άνθρωποι, άνθρωποι. Κοιτάω. Τα πόδια μου. Μετράω τα βήματα. Τίνος είναι τα παπούτσια αυτά; Μέτρα. Μέτρα. Εεεε! Μέτρα. 56, 57, 58, 59, 60. Ιδρώνω. Φοβάμαι. Μη κοιτάς άλλο κάτω! Άσ’ τα τώρα τα κορδόνια, μετά! 65, 66, 67, 68, 69. Κοιτάω γύρω. Ψάχνω. Πού; Πού; Να μην χάσω το μέτρημα. 70, 71, 72, 73, 74… 74, 74, 74. Πάγωσα. Όλα γυρίζουν γύρω μου. Ζαλίζομαι. Τα πόδια μου βαριά. Όχι δεν μπορώ να τα κουνήσω. Να δοκιμάσω, αν… αν μπορώ να κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών μου. Ναι, μπορώ, αλλά δεν μπορώ να περπατήσω. Τώρα που δεν μετράω, μπορώ να μιλάω. Σε μένα. Θα έρθουν όπου να ‘ναι. Ξέρουν.
Κάθε μέρα. 74 βήματα. Προς πάσα κατεύθυνση. Από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, προς τα έξω. Από το παρελθόν μου στο τώρα. Ζιγκ-ζαγκ, ευθεία, δεξιά, αριστερά, προς τα πίσω, 74 βήματα γύρω από τον εαυτό μου. Πάντα. Και μόνο.
Τον Εαυτό που περιμένει στη μεγάλη σιδερένια πόρτα, που ρουφάει ήλιο, για να ζωγραφίζει την καλύτερη ζωγραφιά, για να κερδίζει βραβεία, για να κερδίζει μια βόλτα, για να βλέπει ήλιο.
Κι αυτά τα ψηλά κάγκελα! Σου χωρίζουν το βλέμμα σε κάθετα κομμάτια. Πλάκα έχει. Γέρνεις αριστερά, το περίπτερο μπαίνει στο κάθετο κομμάτι, γέρνεις δεξιά, βγαίνει. Τα μάτια μου μπερδεύουν το μυαλό μου;
Πού είναι; Αργήσανε αυτή τη φορά. Έλα, Κική πάμε. Με πιάνουν από το μπράτσο. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να περπατήσω. Δάκρυα ξεφεύγουν. Έλα, Κική προσπάθησε. Για δες, να… σήκωσε το πόδι σου. Όπως κάνω εγώ. Ξεκινάω. Δεν μετράω ποτέ την επιστροφή. Όταν φεύγω μόνο. Η μεγάλη σιδερένια πόρτα. Με ρουφάει κι εμένα. Δεν έχει φως εδώ. Μόνο οι διάδρομοι στην επάνω πτέρυγα. Μεσημεριανό. Χάπια. Ύπνος. Ομάδα. Ζωγραφική. «Κική, τι ωραίο ήλιο έκανες σήμερα!», είπε η άσπρη μπλούζα.
Χαμογελώ. Πάντα ο ήλιος είναι ωραίος, λέω. Δεν το λέω. Δηλαδή, σ’ αυτούς. Δηλαδή δεν μιλάω. Σε μένα το λέω. Με μένα μιλάω.
Δεν κατάλαβες; Πώς να σου το πώ; Είμαι η Κική. Σκεφτόμουνα πολύ. Και μια μέρα πόνεσε το κεφάλι μου. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Μόνο πως με βρήκανε σε ένα πεζοδρόμιο, να κάθομαι κάτω και να μετράω τα βήματα των περαστικών. Θυμάμαι να κλαίνε οι γονείς μου, ο άνδρας μου, η αδερφή μου.
Με φέρανε στο ίδρυμα. Εδώ είναι όλα άσπρα. Ακόμα και τα ρούχα. Τώρα πια, δικαιούμαι μία βόλτα τη βδομάδα. Κάθε Σάββατο, περπατώ 74 βήματα από την μεγάλη σιδερένια πόρτα. Προς μία κατεύθυνση. 74 βήματα. Χρειάζομαι όμως βοήθεια για να γυρίσω.
Μου είχες πιάσει τα χέρια. Τα έσφιξες μέσα στα δικά σου, θα σε περιμένω, είπες. Έκλαιγες. Δεν καταλάβαινα γιατί έκλαιγες. Σκούπιζα τα δάκρυα σου και σε φιλούσα.
Κάνε υπομονή, μου είπες. Θα μετράς 7 ημέρες επί 4 μήνες. Θα περάσει. 74, κατάλαβες τώρα; Εεε! Σε σένα μιλάω που δεν καταλάβαινες. Μόνο που έχει περάσει καιρός από τότε που σε είδα. Περπατώ για να έρθω πιο κοντά. Περπατώ μήπως έρθεις πιο γρήγορα. Εεεε! Σου μιλάω! Πάλι καλά που πρόλαβα και σου τα είπα. Ξέρεις, τα ροζ χάπια που μας δίνουν το βράδυ με κοιμίζουν γρήγορα.
Είμαι στο δωμάτιο 305. Μη τρομάξεις από αυτά που γράφω στην πόρτα. Μπες. Θα περιμένω.
Βρέχει στο στόμα μου,
σταγόνες καυτές
κατρακυλούν, στριμώχνονται, βιάζονται,
καίνε.
Βυθίζω το χέρι μου
βαθιά,
να τραβήξω
τη βροχή,
να ξεριζώσω
τον πόνο.
Θυμήσου,
λέει το σώμα,
κλαίω μόνο τη νύχτα.
Τη μέρα, τα δάκρυα
παγώνουν
και χαρακώνουν
το πρόσωπο.