Το τηλεγραφόξυλο
Χρύσα Χατζηλία
-Το διαβάζω καθαρά: ΚΗ-ΔΕΙ-Α.
-Αφού δε διακρίνεται.
-Ο κυρ-Τάκης θα ’ναι. Ήταν στο νοσοκομείο μια βδομάδα τώρα. Εγκεφαλικό, είπαν.
Δεξιά από το σπίτι υπήρχε μια κολώνα. Όχι από αυτές, τις καλλωπιστικές. Από τις άλλες. Τις παλιές. Ξύλινη, θεόρατη. Έβγαζε πάντα ένα τόσο δυνατό φως τη νύχτα, που δε φοβόμουν ούτε λεπτό να μείνω μόνος στην αυλή.
Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον στύλο -τηλεγραφόξυλο, που έλεγε και η γιαγιά- κολλούσαν για χρόνια σωρούς από χαρτιά• αφίσες, διαφημιστικά, χαρτιά κηδειών, μνημοσύνων και λοιπών ανακοινώσεων. Αυτή μάλιστα, είχε εξασκηθεί τόσο πολύ στη θέασή τους, που από τον τρόπο που αποτυπωνόταν το μελάνι στο χαρτί, ήξερε για ποιο πράγμα μας ενημέρωναν. Τα διάβαζα κι εγώ από μικρός. Όλα.
Με αυτό το ξύλο βέβαια, είχα μια βαθύτερη σχέση. Με βοηθούσε στα ακροβατικά της ηλικίας. Με την κυριολεκτική έννοια. Σκαρφάλωνα πάνω του όσο πιο ψηλά μπορούσα και στεκόμουν για ώρα εκεί. Μετά, με ένα σάλτο, κατέβαινα. Όταν ερωτεύτηκα τη Μαρία στις αρχές του δημοτικού, ο στύλος έπαιρνε τη θέση της κι εγώ τον αγκάλιαζα κι ονειρευόμουν τη Μαρία νύφη. Χορεύαμε μαζί τανγκό. Όπως έκαναν στις ταινίες. Κι ας βρόμιζαν τα χέρια μου. Κι ας έμπαιναν ακίδες στα δάκτυλά μου. Κι ας με έτρεχαν με φωνές και κλάματα ως την κυρά-Ντίνα για να μου τις βγάλει με βελόνα. Μα, δεν ήθελα να βλέπω• και ούτε μπορούσα από το κλάμα να δω.
Ένα βράδυ, μαθεύτηκε το κακό το νέο. Το σπίτι της, στην πλατεία κοντά, είχε γεμίσει από κόσμο και το πρόσωπό της, κοσμούσε όλες τις κολώνες της γειτονιάς. Δεν πήγα ποτέ να το δω. Δε διάβασα ποτέ αυτήν την είδηση και μακάρι να μην την είχα ακούσει.
Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Θυμάμαι.
Το ξύλο δεν έμοιαζε το ίδιο πια. Η βροχή το σάπιζε αργά και τα κομμάτια του έπεφταν στο χώμα, όπως έπεσε και το χαρτί με τη μορφή της. Το φως που έβγαζε η λάμπα φαινόταν τώρα θαμπό και μελαγχολικό. Τ’ ορκίζομαι.
Κατάρα του ‘ριξαν. Κανένα χαρτί δεν του κολλούσαν και κανένα παιδί δεν του ‘κανε παρέα.
Τριάντα χρόνια μετά,
το ζώνουν αγριόχορτα και η λάμπα του δεν καίει.