Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
Ειρήνη Καρβουντζή Κοντακιώτου
Απ’ το βορρά ως το νότο και απ’ την ανατολή ως τη δύση, ένας ήλιος, ίδιος για όλους, τραγουδά για τις εφήμερες πατρίδες κι ιστορεί:
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
εσμίξανε στο δέντρο
κι ο πρώτος λέει τ’ αλλουνού,
«ότι θελήσεις πε το».
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Τον πιάνει πιο στο μιλητό,
«βαριά ’ναι η δουλεία σου»
και ’κείνος τ’ αντιγύρισε,
«εσένα, ποια η δικιά σου;».
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
«Δεν είμ’ εγώ ο τεμπελχανάς
που συνηθά να λέτε.
Είμ’ πονεμένος κι έκανα
ζωή που τυραννιέται».
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Μερμήγκια χρόνια δεκαεπτά
τυφλά ζουν μες στο χώμα
και άλλα τέρμινα εννιά
μ’ ένα κουκούλι ζώμα
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Καβγάδες με το τζίτζικα,
έβαλε τώρα ο μέρμηγκος
στα λόγια του που ’ν’ άδικα,
αλλιώτεψε κι εκείνος.
«’Φτο το δέντρο δεν τ’ αφήνω,
άμα φύγω τι θα γίνω;».
Ο μέρμηγκας εσήμανε
συμβούλιο μερμήγκων
τους ορμηνεύει για καλά
πως βλάπτονται από ’κείνον.
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Με μια φωνή εσκούξανε,
μόνοι τους θε να μείνουν
απ’ το δικό τους το δενδρί,
οι περισσοί να φύγουν.
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Η τελευταία μουσική,
π’ ανάπνευσε το δέντρο,
ητάνε του ξεριζωμού
τραγούδι για τον κέδρο.
Παν’ στο δέντρο που μ’ ανήκει,
θα πεθάνεις σα σκουλήκι.
Μα το δέντρο στο μυρμήγκι;
Όλα ’ναι κανονισμένα,
παίρνει ότ’ είναι του καθένα
ο καπετάνιος, στο καυκί
ρουφεί την κακαβιά του,
ο τζίτζικας στο χώμα του
κι ο μέρμηγξ στη σκλαβιά του.