Τραγούδι βίας και εκδίκησης
Di violenti il primo cerchio è tutto;
ma perché si fa forza a tre persone,
in tre gironi è distinto e costrutto.
A Dio, a sé, al prossimo si pòne
far forza, dico in loro e in lor cose,
come udirai con aperta ragione.
Dante, Inf., Canto 11.28-33
Γιάννης Αντιόχου
Ήτανε χθες που σ’ έχανα κι ας σ’ έσφιγγα στα χέρια
σμήνη πουλιά, λερά φτερά μ’ αίματα αλειμμένα•
Ήταν π’ ανέβαινες γυμνός τη γη περιφρονώντας
σε φως αστέρων απλανών με βία εισχωρώντας•
Κι έλαμψε μες στο σούρουπο η σκοτεινή σελήνη
του κύματος ο παφλασμός, της άμπωτης η δίνη
Μα μ’ ήθελες, σε ήθελα, τόσο σε επιθυμούσα
που τα νερά στα μάτια μου μάταια τα βαστούσα
Και χύθηκε σα δάκρυσα ένα πλωτό ποτάμι
στην έβδομη την κόλαση, σ’ ένα βαθύ πηγάδι
που βράζει ο βάλτος το κορμί το δέρμα του ν’ αφήσει
αυτού που δεν ετόλμησε να το κατανοήσει
Μα είναι ο ίδιος ο εαυτός, το είδωλο που λάμπει
στον άνεμο και στη σκουριά, στη λάμψη, στο σκοτάδι
Και με φτερά τ’ αδέρφια μου, με λέξεις των δαιμόνων
λευτέρωσαν της κόλασης τους διάδοχους των θρόνων
Σ΄ επτά βαθιά σκαλίσματα, στης λήθης τους το λίθο
πεύκα, μουριές και λυγαριές, στης νιότης τους τον μύθο
τους δένουν ρίζες, τους βαστούν, νεκρούς κυνηγημένους
να μην τολμήσουν κι ανεβούν στης γης τους κολασμένους
Τσίχλες, νυκτόβια όρνεα και βραχοκιρκινέζια
με σκώληκες και έντομα σε λίθινα τραπέζια
είναι ο γκιώνης που καλεί μια νύχτα επιτάφια
ν’ ανάψουνε στις εκκλησιές λιβάνια και θειάφια
για να ξορκίσουν τα ερπετά, της πόλης την αρρώστια
στοιχειά, γριές, αερικά και χθόνια τελώνια
Μα μ’ ήθελες, σε ήθελα, τόσο σε επιθυμούσα
που σ’ έσφιγγα με δύναμη και σε λιποθυμούσα
Κι όπως γυμνοί κοιτάζαμε θαυμάζοντας την πόλη
σβησμένη μες στα φώτα της, του τείχος το ρολόι
χτυπά βαθιά μεσάνυχτα, την ώρα του αιώνα
στις ανοιγμένες φλέβες σου, έμπηξα την βελόνα
Ολότελα πια σβήστηκε η σκοτεινή σελήνη
σταμάτησε κι ο παφλασμός και των νερών η δίνη
Ήτανε χθες που σ’ έχανα κι ας σ’ έσφιγγα στα χέρια
κατρακυλώντας χαμηλά ξηλώνοντας τα αστέρια
Πώς γίνεται να ζήσουμε σε τόση δυστυχία
στο επτάθρονο απαγγέλλοντας μία θεογονία
σκίσε της νύχτας την κοιλιά, λευτέρωσε τα άστρα
να λάμψει στο ξημέρωμα του εωσφόρου η καύτρα
Κι αυτά που μοιάζουν μ’ όνειρο, ίσως με φαντασία
είν’ των διδύμων η σφαγή απ’ τη μυθολογία
γιατί άλλο πια δεν το μπορώ μ’ εσένανε να μένω
αυτόν που μοιάζει αδερφός, τον σφάζω και τον γδέρνω