Flâneur
Βλαδίμηρος Νικολούζος
Στη στοά
την πυκνή,
ένα φως ξενυχτά
ταξιδεύει ένας πόνος
στης καρδιάς τ’ ανοιχτά,
σκοτεινή και μονάχη
η φιγούρα διαβαίνει
θέλει να βγει
στην πέτρα θολωτή και
ειμαρμένη,
και ο διαβάτης περνά,
αγαπάει το σκουλήκι
το μικρό ουρλιαχτό,
σαν μικρό φυλαχτό
ξεπηδά σαν ραφή
στο μανίκι,
και είναι ο ίσκιος
βαρύς
του
κραδαίνει το βήμα
και κρεμάει
τον διαβάτη
σ’ ένα πράσινο κλήμα,
ήρθε κι έφυγε
τώρα
σαν το λαίμαργο κύμα
το μικρό ουρλιαχτό του
Σαν αγέρι κοφτό
Ας ραγίσει εν τέλει
το μνήμα,
της ανάσας το ρήμα
του ζητά την πνοή,
να του αλλάξει από
μέσα
το σχήμα,
και ο διαβάτης Flâneur
Με ένα τράνταγμα
σβήνει,
ένα πάτημα φθίνει
στον αέρα εκκρεμές,
και το φως ξεγλιστρά
στην ατέρμονη δίνη,
αγκαλιάζοντας το αιώνιο χτες.