Συνάντηση
Χρήστος Κούσλης
Ξύπνησα με ένα περίεργο βουητό στο κεφάλι λες και με κυνηγούσαν χιλιάδες μελίσσια. Οι χτύποι της καρδιάς μου άτακτοι. Δεν γνώριζα το γιατί. «Κάποιο κακό όνειρο», σκέφτηκα. Κοίταξα το ρολόι. Πέντε το πρωί. Όσο και να προσπαθούσα, ύπνος δεν θα με ξανάπαιρνε. Αποφάσισα να φτιάξω καφέ. Το ξημέρωμα με βρήκε ακόμα στην κουζίνα. Μα τι με είχε ταράξει;
Την περίμενα τόσο καιρό αυτή τη μέρα. Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές άρχιζαν. Φοιτητές πλέον, είχαμε κανονίσει συνάντηση για το βράδυ. Βδομάδες τώρα τα κινητά μας μια λέξη φιλοξενούσαν: Συνάντηση. Την είχαμε βάλει και φόντο οθόνης, λες και ήταν ποτέ δυνατό να την ξεχάσουμε. Το στέκι μας, ένα μικρό κουτουκάκι κοντά στο παλιό γήπεδο, μας περίμενε. Αναρίθμητες οι αναμνήσεις, τα γέλια, τα μεθύσια, οι παρεξηγήσεις. Αυτή τη φορά όμως όλοι μας, ένα χρόνο μεγαλύτεροι και πλέον ενήλικοι με τόσα πράγματα να πούμε. Πρώτες εμπειρίες από τη φοιτητούπολή μας, περιπετειούλες με συμφοιτήτριες πραγματικές και φανταστικές. Δεν είχε σημασία. Όλοι μας θέλαμε να ακούσουμε τα νέα του άλλου. Ίσως πιο πολύ τη φωνή του. Του «Άλιεν», αστυνομικού από την Ίο, του «Μπομπομάστορα», που πέρασε Θεσσαλονίκη, του «Κάρολ», κολλητού-συγκάτοικου μου επί έξι χρόνια στο θρανίο που σπούδαζε στην Πάτρα, του φυσικού απ’ τα Γιάννενα, που τον φωνάζαμε Νονό μιας και μας είχε ξαναβαφτίσει όλους με τα ανεκδιήγητα παρατσούκλια.
Η βραδιά στο κουτούκι ξεκίνησε με το γνωστό «λάβετε φάγετε» του νονού. Ως πνευματικός πατέρας, ο νονός Ανέστης, αναλάμβανε πάντα την τελετουργική έναρξη των κρασοκατανύξεων. Όρθιοι όλοι υψώσαμε το κρασοπότηρο περιμένοντας την μπάσα φωνή του να ψάλει το «αδελφοί καθίστε» για να αφεθούμε στο μυστήριο, το πιο ιερό απ΄ όλα. Αυτό της συνάντησης φίλων.
Άφθονο κρασί και γέλιο. Μακαρίζαμε την καλή μας τύχη που ο καιρός των πανελλαδικών είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Χαιρόμασταν και κάναμε σαν μικρά παιδιά. Έπεσαν στο τραπέζι και οι καταθέσεις για τους φοιτητικούς έρωτες. Ο νονός-εξομολόγος σκάλιζε τους πρώτους πεσόντες για να βγάλει ειδήσεις. «Μεγάλη ρουφιάνα αυτό το φέισμπουκ» αποφάνθηκε ο πρώτος ανακρινόμενος. Αυτό που επίσης μας απασχόλησε όλο το βράδυ ήταν το πώς θα καταφέρουμε να χωρέσουμε τόσο φαγητό και κρασί στο στομάχι μας. Και να σου οι τύποι μαθηματικών και φυσικής στο χάρτινο τραπεζομάντηλο. «Η χωρητικότητα του στομάχου μας είναι ανάλογη του κρασιού και του μεζέ που διατίθεται επί του αριθμού των ημερών που είχαμε να συναντηθούμε» κατέληξε με στόμφο η επιστημονική ομήγυρης. Μοιραστήκαμε εμπειρίες , αναμνήσεις, ανέκδοτα καμένα. Και κάθε φορά στο τσούγκρισμα των ποτηριών, η σιωπή του δευτερόλεπτου, όπως τη λέγαμε. Αρκούσε ο ήχος της επαφής των ποτηριών και οι συμβολισμοί του. Μετά από εκατοντάδες τέτοιες σιωπές, άρχισε να ακούγεται το σύρσιμο των καθισμάτων, από τον ιδιοκτήτη. Ήταν πάντα το αδιάκριτο καμπανάκι της λήξης. «Ώρα για άρμεγμα» φώναξε γελώντας. Συμφωνήσαμε θέλοντας και μη. Βέβαια, δώσαμε τον όρκο μας «των φιλικών», όπως το συνηθίζαμε, για επόμενη συνάντηση όλων σύντομα. Με το πνεύμα γεμάτο από την κρασο-αισοδοξία σηκωθήκαμε. «Η ζωή είναι ωραία, ρε» ακούστηκε η φωνή του νονού. Δεν είχαμε κανέναν λόγο να διαφωνήσουμε. «Λα βίτα ε μπέλα, Ανέστη», συμφώνησε ο Πατρινός κάνοντας και μία μίνι επίδειξη των Ιταλικών του. Λα βίτα ε μπέλα , αναφωνήσαμε όλοι, λίγο φάλτσα. «Απολύεσθε εν ειρήνη» φαλτσάρισε χειρότερα ο νονός και άπλωσε το χέρι περίμενοντας, μάταια όπως πάντα, το χειροφίλημα. «Ρεμάλια. Κανένας σεβασμός στο νονό ε; Πάρτε από δέκα κάμψεις όλοι».
Έπεσα ξερός στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα αμέσως. Δυο τρεις φορές ξύπνησα από το γέλιο μου. Μου είχε ξανασυμβεί μετά από γενναίο γλέντι, καλό κρασί και υπερχείλιση ευφορίας. Ξύπνησα απότομα, αλαφιασμένος. Δεν γνώριζα το γιατί. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν και πάλι πέντε το πρωί. «Λες να μου γίνει συνήθεια αυτό το πρωινό εγερτήριο;» αναρωτήθηκα. Ένας πνιχτός ήχος ερχόταν από το κομοδίνο μου. Η δόνηση του κινητού. Απάντησα μισοκοιμισμένος χωρίς καν να δω ποιος καλεί. « Έλα ρε, ξύπνησες; Σκοτώθηκε ο Ανέστης, το αυτοκίνητό του πήρε φωτιά». Άγαρμπα. Χωρίς καμιά προετοιμασία. Χωρίς έστω μια κοινότοπη εισαγωγή έριξε τη βόμβα ο κολλητός μου. Άγαρμπα. Χωρίς καμιά αιτία. Χωρίς κάποια προειδοποίηση έστω, έμεινε αυτή η τελευταία συνάντησή μας με τον Ανέστη.
Τον αποχαιρετίσαμε με μια αγκαλιά, ψελλίζοντας φάλτσα «λα βιτα ε μπέλα». Για πρώτη φορά του αφήσαμε, με περίσσια ενοχή, το χειροφίλημα που τόσες φορές αρνηθήκαμε. Γράψαμε στον παγωμένο καρπό του το όνομά μας το δεύτερο, αυτό που ο ίδιος μας είχε χαρίσει. Κι αποτυπώσαμε ανεξίτηλα στον δικό μας καρπό το σύνθημά του. La vita e bella.
Για να μην τον ξεχάσουμε. Για να μην το ξεχνάμε.
πολυ καλο!!! καλη συνεχεια***