Ηλεκτροφόρος
Γεωργία Τρούλη
Και
Πάντα κλαις για μια εποχή
Που μόνος σου κατασκεύασες
Και ας είχες συνενόχους
Για την ζαρωμένη όλο δέρμα θάλασσα
Όταν φυσούσε λίγος αέρας και άμπωτη
Για το φούσκωμα της κοιλιάς
Και των βουνών μέσα σε δάση
Που δεν φτάνει φως
Για το ίδιο που είναι πάντα άλλο
Και νομίζεις κάνεις πορεία
Χωρίς δεκανίκια
Με το βλέμμα μπροστά
Και το κεφάλι πίσω
Και όρθιο πάντα
Σαν στύλος ηλεκτροφόρος
Ρεύμα
Και τα μαλλιά καλοχτενισμένα
Στον άνεμο
Πώς να ξεφύγεις από την «θυμάμαι
Ζωή»;
Και η ανάμνηση όλο να παραμορφώνει
Την επιφάνεια δέρμα
Στην θάλασσα
Στα γραμμένα καλαθοπλεγμένα
Απολειφάδια των συναντήσεων
Και σε ακούω-μισός στην σκιά-
Να μιλάς για ποιητές
Που
Γίνανε ταχυδακτυλουργοί
Στην εικόνα
Πάντα θα ξέρω τόσο πολύ
Η λέξη δεν λέγεται
Σφηνωμένη σε γράμματα
Ούτε σε σχήμα
Από εδώ έως εκεί
Μόνο το τρεμούλιασμα της συλλαβής
Ίσως
Κάτι να φανερώνει
Γραμματοσειρά κάθονται οι φόβοι
Πάνω στην επιφυλακή της σελίδας
Εγώ να παίζω ταμπούρλο
Για να μην ακούγεται το εγώ
Εδώ
Τώρα
Που ξεψειρίζουν τους νεκρούς
Από τους εαυτούς τους
Σιγά και προσεχτικά
Στην επικίνδυνη στροφή
Που κάνει το νύχι
Πριν μαρτυρήσει συνέχεια
Και μετά θάνατον
Να συνεχίζεις με δέκα τρόπους
Στις ρώγες των δαχτύλων
Να πεθαίνεις θέλοντας
Να γδάρεις
Ο,τι σε κρατάει
Χωρίς διέξοδο
Μια κατασκευή η Αποσιώπηση
Μια συνενοχή o Λόγος
Να υπάρχουνε δύο γλώσσες
Που εισχωρούν
Τόσο βαθιά
Μια βαρύτιμη ελαφράδα
Να προδίδει
Και από πάνω σκιά
Και από κάτω ήλιος
Να τσουρουφλίζει
Την νότα νότα αγωνία
Συρρίκνωση