Η Αναστασία της Πόλης
Μαρία Πανούτσου
Αφήγηση
Κι οι άνθρωποι ξεχνάνε
Γι αυτό και ξανακάνουν τα ίδια λάθη
Γι αυτό και επαναλαμβάνονται
Όταν δεν θυμάσαι μπορείς και συμβιβάζεσαι
Όταν θυμάσαι ο δρόμος είναι διαφορετικός
Μ.Π
Στον Τ.Π.
Ήταν μια θεσπέσια νύχτα. Πράγματι ήταν μια νύχτα τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες της ζωής μου. Από το πρωί με έτρωγε μια αλλόκοτη ανησυχία. Εκείνη την μέρα όσα με βασάνιζαν καιρό τώρα λες και όλα μαζί δήλωναν την παρουσία τους επιτακτικά, απαιτώντας μία απάντηση.
Περίμενα αδημονώντας να φτάσει η ώρα που ο Θάνος και ο αδελφός μου θα έβγαιναν έξω για την καθιερωμένη τους πια βόλτα. Είχε βραδιάσει για τα καλά και οι δύο άνδρες ετοιμάζονταν. Να μείνω μόνη, αυτό ήθελα. Η επιθυμία μου ήταν τόσο έντονη που με δυσκολία συγκρατούσα την ανυπομονησία μου. Το σώμα μου πονούσε. Ήθελα να φύγουν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Έκανα ότι έγραφα και περίμενα. Τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσο καιρό, μοιάζουν να ήταν όλα προμελετημένα. Κι όμως, έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Και η απόφαση που πάρθηκε, εκείνο, το τελευταίο βράδυ στο σπίτι, ήρθε ξαφνικά.
Θυμάμαι όλες τις μικρές λεπτομέρειες. Βέβαια μπορεί να κάνω λάθος, μπορεί να’ ναι μόνο η ιδέα μου. Το ρολόι μόλις είχε χτυπήσει δέκα. Ο Θάνος έβαζε επιτέλους το σακάκι του. Ο αδελφός μου ήταν έτοιμος από ώρα. Ένιωσα ανακούφιση. Θα ‘βγαινα για την νυχτερινή μου βόλτα και μετά δεν ήξερα πως θα περάσω την βραδιά μου. Γύρισα αργά. Όρεξη για δουλειά δεν είχα.
Έτσι πήρα το βιβλίο μου και κάθισα στο κέντρο του δωματίου και άρχισα να διαβάζω. Και μετά…
Γράμμα στον αγαπημένο άγνωστο
Ονομάζομαι Αναστασία. Γεννήθηκα σ’ αυτήν την πόλη. Ναι σ’ αυτήν την πόλη πριν από 34 χρόνια. Τώρα κατοικώ σ’ αυτό το διαμέρισμα με τον αδελφό μου. Οι γονείς μας έχουν πεθάνει. Όταν ξυπνάω το πρωί, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βάλω αμέσως μουσική. Κατόπιν, κάθομαι στο γραφείο μου και εργάζομαι. Η τσαγιέρα στην φωτιά, ένα αναμμένο τσιγάρο. Εργάζομαι από τις 6 π.μ. έως τις 3 μ.μ καθημερινά. Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια. Επίσης γράφω ιστορίες για μικρούς και μεγάλους. Ο εκδότης μου βέβαια δεν είναι ευχαριστημένος. Τις Κυριακές σπάω την μονοτονία του πρωινού και πηγαίνω στα γιουσουρούμ. Κάθομαι με τις ώρες και χαζεύω όλα αυτά τα αντικείμενα που προέρχονται από ανθρώπους και θα καταλήξουν πάλι σε ανθρώπους.
Κούπες μικροφλυτζανάκια, χρωματιστά μπουκαλάκια, σταχτοδοχεία, κουμπιά, βεντάλιες, καπέλα, γιαλιά, πολυθρόνες, πιατέλες κορνίζες, φτερά, πίπες, τσαγιέρες, παλιές φωτογραφίες, παλιά βιβλία, παλιοί δίσκοι, παπούτσια, ψάθινες καρέκλες, μικρά αγαλματίδια, υφάσματα, κλειδιά. Τα γεμάτα πλήξη κυριακάτικα απογεύματα τα αφήνω απείραχτα. Εξάλλου η πλήξη αυτή δεν κρατάει πολύ. Μετά τις οχτώ, αρχίζω πάλι το γράψιμο. Ίσως αρχίζω πάλι το γράψιμο από πλήξη. Ίσως πολλά πράγματα να τα κάνουμε από πλήξη. Μ’ αρέσει ο ζεστός καφές, η σοκολάτα και το τσιγάρο. Σπάνια βγαίνω έξω. Αργά το βράδυ, καμιά φορά, τις πρωινές ώρες, έχω την έντονη επιθυμία να βγω έξω και να περπατήσω στους άδειους δρόμους της πόλης. Τότε, η πόλη μοιάζει καθαρή και ακίνδυνη. Παρ’ όλα αυτά, με πιάνει ένας ανεξήγητος φόβος, ένα είδος πανικού. Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω και συγχρόνως σκαρφίζομαι διάφορες ιστορίες τις οποίες αργότερα τις επεξεργάζομαι και την επόμενη μέρα, τις ιστορίες αυτές, τις δίνω στον εκδότη μου.
Ο εκδότης μου δεν είναι ευχαριστημένος.
Ορκιζόταν πως είναι απασχολήμένος
Πως είναι άρρωστος τηλέφωνο δεν έχει
Και μουρμούριζε διαρκώς
Εδώ είναι τρία θέματα συγχρόνως
Και διαβάζοντας την τελευταία φράση
Τίποτα δεν είναι μπορετό να πιάσεις
Πού, πώς και πότε ποιοί συναντήθηκαν
Ποιός και με ποιάν ερωτεύτηκαν,
Ποιός πέθανε, ποιός είναι ζωντανός
Ποιός ο ήρωας και ποιός ο συγγραφέας
Και τι χρειάζεται σ’ αυτήν την εποχή
Όλος αυτός ο συρφετός των φαντασμάτων (1)
Τα δειλινά μπορείς να με βρεις να κάθομαι με τους αγκώνες ακουμπισμένους πάνω στο τραπέζι και το κεφάλι χωμένο σχεδόν μέσα στην αριστερή μου παλάμη να ακούω τον αδύναμο θόρυβο που φτάνει μέχρι το σιωπηλό μου δωμάτιο από την πόλη. Εκείνη την ώρα το ρολόι χτυπάει πέντε. Πέντε χτυπήματα στο άδειο σπίτι.
Μετά από τους πέντε αυτούς χτύπους ακούγεται και το τρίξιμο από μια καρέκλα στο διπλανό διαμέρισμα και έπειτα σιωπή. Αυτά μου συμβαίνουν σαν τύχει και με βρει το δειλινό στο σπίτι.
Ο εκδότης μου είναι ένας άνδρας κοντός χονδρός με στρογγυλά μυωπικά γυαλιά γύρω στα 40. Κλειστός τύπος, δύσκολα εκφράζεται Του αρέσει όμως να λέει ιστορίες κατά την γνώμη του αστείες και τότε γελάει, γελάει πολύ – μόνος του βέβαια.
Ο εκδότης μου δεν είναι ευχαριστημένος…
Ήθελα να σου πω μία ιστορία μια ιστορία που έγραψα τελευταία, για τα παιδιά. Την ιστορία ενός ζωγράφου που δεν ήξερε να ζωγραφίζει.
Ο ζωγράφος αυτός, αφιέρωσε όλη του την ζωή στην ζωγραφική. Οι κριτικοί δεν τον αγαπούσαν. Έλεγαν πως ζωγραφίζει σαν παιδί. Αυτός πράγματι δεν ήξερε να ζωγραφίζει τα ποδάρια των ανθρώπων και τα έκρυβε πίσω από τους θάμνους. Για να μην φαίνονται. Όμως ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος.
Σ’ αυτό το σπίτι, όπως ξεκίνησα να σου λέω, κατοικεί κι ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου έπαθε ένα ατύχημα εδώ κι ένα χρόνο και από τότε, μένει συνέχεια στο σπίτι. Ο γιατρός μας έδωσε πολλές ελπίδες. «Θα ξαναπερπατήσει είπε». Αλλά ο αδελφός μου έχει ένα μόνιμο πρόβλημα. Παραιτείται. Παραιτείται. Από τότε που συνέβη το ατύχημα έχει αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντι μου. Δεν τσακωνόμαστε όπως παλιά, είναι πολύ πιο τρυφερός μαζί μου. Στο σπίτι αυτό κατοικεί κι ένας άλλος άνδρας.
Ένας άνδρας με τον οποίο έχω ζήσει επτά ολόκληρα χρόνια. Κάποτε έφυγε. Μετά ξαναγύρισε. Τώρα είναι πάλι εδώ. Τι άλλο να σου πω για τον άνδρα αυτόν παρά ότι τον αισθάνομαι, κάπως, σαν συγγενή μου.
Ήθελα να σου πω και την δική μου κρυφή ιστορία μήπως και μπορέσεις να μου δώσεις μια συμβουλή. Ίσως έχω ανάγκη από μια συμβουλή. Αυτός ο εθισμός στα δικά μου συναισθήματα στα δικά σου στα δικά τους… Καταλαβαίνω κι εμένα και τους άλλους. Βλέπεις, προσπαθούμε να συνεννοηθούμε.
Όμως με τι τρόπο; Τι διάβολο, ίσως όλοι οι άνθρωποι να λέμε το ίδιο πράγμα. Ίσως όλοι να είμαστε το ίδιο πράγμα. Ίσως να μην έχει καμιά σημασία.
Γράμμα στον αδελφό
Φεύγω. Δεν είναι έκπληξη για σένα. Θα εξηγήσω και στον Θάνο. Να πω πολλά ήθελα. Δεν είναι πως όλα τέλειωσαν εδώ. Είναι πως δεν μ’ ενδιαφέρει ότι έζησα μέχρι τώρα. Να δω τι άλλο υπάρχει. Κάτι περιμένω. Ίσως κουράστηκα. Ίσως αυτήν να είναι η μόνη αλήθεια. Χθες το βράδυ, τέλειωσα μία ακόμη ιστορία. Θέλησα να μιλήσω για τον σημερινό κόσμο, προβάλλοντας διαμετρικά ένα κόσμο αντίθετο του. Η Αναστασία θυσιάζει στο βωμό του ρεαλισμού όλο τον μυθικό κόσμο που έχει κληρονομήσει από το παρελθόν, με την ελπίδα μιας αναγέννησης. Τ’ όνειρο για τ’ όνειρο. Ο ακραίος ρεαλισμός. Η τελευταία ιστορία που γράφω. Δεν θα ξαναγράψω ιστορίες. Την αφήνω εδώ σε σένα.
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ερωτεύτηκε τον ήρωα ενός βιβλίου. Αναρωτιέμαι τι θα κάνεις με το σπίτι. Τα πράγματα. Τον εαυτό σου. Μοιάζει να τα έχεις όλα απαντημένα.
Η αδελφή σου
Έτσι κάπως ήταν τα γεγονότα. Βέβαια, ίσως και να κάνω λάθος. Ίσως να είναι μόνο η ιδέα μου. Πάντως το χάραμα όλα είχαν τελειώσει. Πιστέψτε με τώρα που σας μιλάω, θα ήθελα να μακιγιαριστώ, να χτενιστώ, να ντυθώ, να βγω έξω στους δρόμους. Όμως, τα έχω ξανακάνει όλα αυτά.
(1) Μικρό απόσπασμα από ‘το ποίημα χωρίς ήρωα» της Αχμάτοβα μετ. Μίλια Ροζίδη.
Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με ένα πρώτο τίτλο «Ασκήσεις Μνήμης».