Αποχαιρετισμός της φυσικής μου ύπαρξης
Γιάννης Αντιόχου
Με λιμουζίνα πάει κανείς στον άλλον κόσμο
Όχημα φέρον ασημένιους φανούς
καθρέφτες
και γυαλισμένους κηροστάτες
Στο συνοδεύον πλήθος
Μέρος του φθίνοντος ετούτου μυστηρίου
Ο νεκρός αυτοπροσώπως επεξηγεί
Στο αγγελτήριο του θανάτου του
Δηλαδή,
Πως σε τούτο το ταξίδι
Πολλά ειπώθηκαν
Κι όσα η φωνή τρομαγμένη κατάπιε
Έστω κι αν ποτέ δεν στριφογύρισαν στο λαρύγγι
Γινήκανε προσευχές και ικεσίες
Χαμόγελα στα χείλη των παιδιών
Έρωτας στα μάτια των εφήβων
Πάθος στα σώματα των ενηλίκων
Ρυτίδες στα πρόσωπα των μεσηλίκων
Αρρώστια στις κλίνες των υπερηλίκων
Στο τέλος
Τον θάνατο κανείς
Με τα χέρια του ανοίγει
Παραμερίζοντας των σωμάτων φυλλωσιές
Των ανθρώπων βάτα θεριεμένα
Βράχια των οστών
Τη θαμπάδα των χλομών μαλλιών
Ο Πατέρας
Η Μητέρα
Η Σύζυγος
Τα Τέκνα
Ο Αδερφός
Οι λοιποί συγγενείς…
[να με θάψετε βαθιά, γιατί τα νύχια μου μακραίνουν τις νύχτες και σκάβουν]