Το τραγούδι του Βρικολάκου
Γιάννης Αντιόχου
Πώς με ξυπνά η μάγισσα με την κατεβασιά της
που’ χει στο δέρμα της νερό, ομίχλες στα μαλλιά της
και κρύβεται στον όνειρο μες στο βαθύ σκοτάδι
σκιά της πλάνης που πατώ σβήνοντας το σημάδι
Κι είναι σε λόφο ανάβατο ξανθό και ξεραμένο
σπίτι σπιτάκι μου ανοικτό αιώνες πικραμένο
ώσπου ν’ ανέβεις θάβεσαι κι αγκομαχάς και σκάνεις
σα να ξεθάβεις χίλια οστά, βουλιάζεις μα δε φτάνεις
Μ’ εισόδους και παράθυρα σανίδια ροζιασμένα
στροφίδια μέσα στο νοτιά στριγγλίζουν σκουριασμένα
Μα σαν ανοίξεις και διαβείς, μια πράσινη γυναίκα
στέκει σα δέντρο ακίνητη, τα φύλλα της ριγμένα
και με την σάρκα της γυμνή αιώνες περιμένει
αυτή τη μια μικρή στιγμή π’ αμέσως ανασταίνει
και εραστές και στρατηγούς και ποιητές κι εργάτες
γεννώντας ένα αρσενικό και όλες τις μαινάδες
Κι όταν μυρίσω θάλασσα απάνω στο κρεβάτι
ψηλώνω γίνομαι κλαρί, απλώνομαι στον χάρτη
μιας χώρας που δεν κατοικώ, σπιτιού που δεν κατέχω
βλέποντας τρένα σε σταθμό, λιμάνι π’ όλο τρέχω
σ’ αυτή τη μαύρη θάλασσα π’ ακινητεί σαν τάφος
την διασχίζω ΄λόγυμνος βαρύς σα να’ μαι βράχος
και μέσα μέσα στην ιλύ, στην κόλαση, στον Άδη
μόλις αυτή τη μια στιγμή αρπάζω το σημάδι
Δεν πνίγομαι δεν χάνομαι μα ξέρω ως που φτάνω
νιώθω συχνά πως το βαστώ μα ξεψυχώντας χάνω
το ρήμα της ποιήσεως που μες στον ύπνο βρήκα
Τότες, ξυπνώ ακίνητος, στα μάτια μου μια πίκρα
Μες στις παλάμες χώματα, σύννεφα στα μαλλιά μου
και το κρανίο ολάνθιστο, πληγές στα κέρατά μου
Θυσιασμένος δαίμονας χίλιες φορές πεθαίνω
και στο σεντόνι τ’ άστρο μου κείται σαβανωμένο
Ψηλά σε λόφο ανάβατο ξανθό και ξεραμένο
σπίτι σπιτάκι μου ανοικτό αιώνες πικραμένο
εκεί καρφώστε με καλά με ήλους του αιώνα
έναν σταυρό, τ’ άλφα μου και μια χρυσή βελόνα
Κι εγχαράξτε μήνυμα αυτού του βρικολάκου:
Είναι οι λέξεις του βυζιά, πύλες του κάτω κόσμου
μαύρες σαν ράσα του παπά, διαβόλου πατριάρχου
μη τις διαβάζουνε παιδιά, μη τις γροικούν κοπέλες
γιατί φουσκώνουν τα μυαλά, το δέρμα, τους αδένες
να ζει αυτός απέθαντος σε λέξεις πικραμένες.