ΣΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΜΟΥ:
Πανοραμική άποψη πόλης, διακοσμητικός πίνακας 3 τεμαχίων
Χρήστος Μαρτίνης
H πόλη χτίζεται με οπλισμένα κύτταρα που συγκροτούν το όλον. Η πόλη είναι οι δρόμοι της και τα στενά μπαλκόνια, νεράντζια σάπια, γκραφίτι, φελιζόλ, τρίμματα από σφολιάτα, φανάρια, γόπες, φεστιβάλ, ξυσμένα εισιτήρια, κόρνες, τακούνια, στένσιλ προσφορές, φραγμένοι υπόνομοι, κεραίες σκουριασμένες, μία θεματική, νιφάδες ίδιας θύελλας μία οκτάβα, νότες στην ίδια κλίμακα, χρυσόψαρα στη γυάλα, σκυρόδεμα και μελανιες χρωμάτων. Ασάλευτο σκυρόδεμα στέκει εκεί, [Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΣΟΥ ΑΠΟΛΑΥΣΗ], μία σημαία-μονομπλόκ, μια δήλωση, παλέτα γκρι αλληλοκαλυπτόμενη, [ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΑΣ], τεντώνεται ασύμβατη στο μπλε, ορθώνεται στη νέα γεωμετρία, στα όσα και στο τίποτα κι εγώ ακουμπώ το μάγουλο στον παγωμένο τοίχο, στο γκρι κάτω απ’ τα χρώματα, στο γκρι που συνιστά το δομικό κανόνα και επιβεβαιώνεται σε τάφους, [ΑΠΟΘΗΚΗ ΧΟΝΔΡΙΚΗΣ], θεμέλια, υπόγεια, σε οικοδομές που αφέθηκαν, σε ακαλύπτους, πάρκινγκ, μέσα στα σπλάγχνα ενός πίδακα, σ’ έναν κρατήρα που σκορπά σκυρόδεμα στην πόλη.
Γεννιέται το σκυρόδεμα μέσα σε υψικάμινο [ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΑΣ], λάσπη από χαρακώματα μέσα στις μπετονιέρες σκυλιά κουτσαίνουν στα εργοτάξια που δένουν τα καλούπια, μπετό που χύνεται στη σιδεριά, σάρκα ντύνει τα κόκαλα, τρυπάνια, σκαλωσιές, σκοινιά αιωρούμενα, καρφιά που εξέχουν, νοβοπάν, ακούγονται οι φωνές των εργατών, ώπα, σιγά, εντάξει, καλά είσαι, ώπα, φτάνει, δονήσεις, κύματα ωστικά τρυπάνε τις ανάσες, σπασίματα, τριξίματα, σέρνονται οι αλυσίδες, μπαίνουν οι ήχοι, σκαλώνουν, εντυπώνονται –αυτή είναι η λέξη- εντυπώνονται στη μνήμη, μία βουή, συναγερμός, σπασμένη τζαμαρία, μια κρότου-λάμψης, μια κλαγγή χάλκινης πανοπλίας, κλείνουν τ’ αυτιά οι περαστικοί και προσπερνάνε βιαστικά με τις γροθιές σφιγμένες [ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ. ΕΣΕΙΣ]. Υστερα, αρχίζει το σκυρόδεμα να πιάνει μια πορεία, να δένει, να σκληραίνει, να συσφίγγεται, να περισπάται μες στο χώρο, μια στύση ατσάλινη, δίπλα σε περιπατητές βουβούς, πάνω από πιάτσες, νέον φώτα, αλκοόλ και άδεια συντριβάνια, από τα πεταρίσματα περιστεριών, [CANTINA TROPICANA], από σπασμένα τζάμια, πάνω από σκουπιδιάρικα, θολά στενάκια, πάνω από τον ηλεκτρικό Σύνταγμα-Ομόνοια-Αλλαγή-Βικτώρια-Αττική-Πευκάκια, που μεταφέρει ζωντανούς-νεκρούς, κοιτούν υπνωτισμένοι τη φιγούρα τους ν’ αναβοσβήνει στο παράθυρο, μέσα και έξω από σήραγγες σε ήχους πολυβόλου, -ξανά και ξανά-, [ΨΙΛΙΚΑ-ΤΣΙΓΑΡΑ], όσο το παστωμένο ατσάλι, υψώνεται, σαν τύραννος, σαν απειλή, σαν βασιλιάς καρνάβαλος σε ασπρόμαυρη ταινία κι εγώ ακουμπώ το μάγουλο στον παγωμένο τοίχο ν’ ακούσω το σκυρόδεμα, μα τίποτα στ’ αλήθεια δεν ακούω.
Κι αφού γεννήθηκε την πρώτη νύχτα το μπετό, έπειτα πέθανε, [ΠΟΥΘΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ], κοκάλωσε στην πλήρη αντοχή του, σε τρεις αφύσικες διαστάσεις, σε σχήματα ευκλείδεια, τετράγωνα, πολύγωνα, σε διεστραμμένους ρόμβους, πέθανε το σκυρόδεμα σε σφαιρικές και σε παράλληλες δομές και πάνω του απλώνεται –άλλο σκυρόδεμα- θάνατος άλλος, η πόλη ένα νεκροταφείο σκυροδέματος, μια πόλη νεκροφάναρα, κουφάρια οπλισμένα, [ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ], ψόφιο σκυρόδεμα που ισορροπεί πάνω απ’ τις νύχτες μας, κάθε μία εξώπορτα και ένα εικονοστάσι κι εγώ ακουμπώ το μάγουλο στον παγωμένο τοίχο, [Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΕΣΥ], στην κάθετη ταφόπλακα και με βαθαίνει αυτόματα η υφή που ψιθυρίζει: Πέρας Πάγος, Άπειρο.