ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ
Χρήστος Μαρτίνης
πήγαινε στη δουλειά πατώντας από αστέρι σ’ αστέρι
ζύγιζε με γαλλικό κλειδί τ’ αρχαία καλντερίμια
στις τσέπες του αχινοί
τα ρέστα του άμμος χρυσή
ο καφές του σκέτος φραπέ, μιαν αφρισμένη θάλασσα
στον ώμο του ξεψύχησε ο Άρμστρογκ
στα μάτια του ανάσαιναν φάλαινες, γκρεμίζονταν πάγοι
βαστούσε ένα χαμόγελο μαινόμενο βαμμένο τρένο
η αλήθεια του μια εβρίτικη ξεφούσκωτη βάρκα
τον είδα στην Κατεχάκη ξημερωματα, έτρωγε βρώμικο
είχε βοδιού κεφάλι, σώμα αντρίκιο
απ’ τα γένεια του ξεχύνονταν βρύσες
τον λέγαν Αχελώο Αχελώου
ζούσε ακόμη
κι ήτανε Κύπριος που σπούδασε στην Κρήτη
ήταν Θρακιώτης και δούλευε στην Κω
ήτανε Σύριος που ζούσε στο Παγκράτι
πουλούσε κρέατα στο μακρινό Σοχό
μονάχα αυτό.