Για το εγγύς μέλλον
Γιάννης Αντιόχου
Από δω είπε βαριανασαίνοντας το τέρας και το μικρό σκυλί που δεν είναι δα και παιδί ζυγίστηκε στα δυο μπροστινά του πόδια γρυλίζοντας με τρόμο
Και γύρισα πλευρό μέσα στη λάσπη του κάτω κόσμου ζώντας ότι ζούσα
–μια δυο τρεις ζωές
μ’ ονόματα και ενθυμήσεις
διαδρομές σε μεγάλες ασφάλτους
λωρίδες διαχωριστικές
γέφυρες και στηθαία
άρπες και αμερικανικά θυσιαστήρια
ναούς γεμάτους με ικεσίες
φλοίσβους κι ακτές αδιάβατες
ξόρκια και σαράντα κύματα–
σηκώθηκα γυμνός
Εκόχλαζε η κάμαρα. Η βλέννα του τέρατος πλημμύριζε και μια αίσθησις, όπως ένα μικρό πουλί ρημάζει τα φτερά του σε ένα πηχτό σκοτάδι από νερό και δεν· δεν πετάει ξανά
Απλώνοντας τους δείκτες πασπάτεψα να ανάψω ένα τσιγάρο φωτίζοντας Αυτή η ηδονική κάφτρα η περιπαικτική ανάφτρα στα χείλη που σπάνε χωρίς νερό και ψάχνουν τη γλώσσα πάλι και πάλι Μια γάζα περιτυλιγμένη από τα δάχτυλα μιας ασκούμενης νοσοκόμας σε γλωσσοπίεστρο, ξέφτια και κλωστές, βρώμικα νερά, όπως τα φιλιά της έγερσης Κι είδα από τις μισάνοιχτες κουρτίνες ένα φεγγάρι του Σαχτούρη ένας γεμάτος πλανήτης με μάτια ξενυχτισμένα ένα φεγγάρι του πατέρα μου κατάχλομο κι αρσενικό κι είπα να σε σκουντήσω τέρας να αλλάξουμε πλευρό κι οι δύο
μα δεν τολμούσα
μα δεν τολμούσα
μα δεν τολμούσα
γιατί είχα δει τα σφαγεία των δοντιών σου τότε που είχα ουρλιάξει πως πονάω όταν με έσφιγγες και δηλητηρίαζες το αίμα μου, αλλά όπως είχα υποσχεθεί στη Νύχτα–
[σε μία στάση λεωφορείου
στη Στάση Νερό
μια γριά δίχως πρόσωπο
η νύχτα μαντιλοφορεμένη
μου μίλησε για σένα
υψώνοντας τον αριστερό της δείκτη
«να το εκτιμάς το φεγγάρι», μου είπε
πόσο πολύ φοβήθηκα
αυτή η τρομώδης ανάμνηση
και το δεκάδραχμο κέρμα
η κορώνα και τα γράμματα
ο Δημόκριτος και το άτομo
το στοίχημα μιας αιώνιας
περιστροφής
επιστροφής]
–έζησα για να σου τραγουδώ: ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν και να σ’ αποκοιμίζω
Με αυτόν τον τρόπο σε κουβάλησα στις επικράτειές μου και συ τέρας κάθε φορά που άλλαζα πλευρό αντικρίζοντας τα αστέρια βαριανασαίνοντας με κυλούσες στη λάσπη του κάτω κόσμου μετατρέποντάς με εξαισίως σε μονήρη άνθρωπο
αλλά αγνοούσες το θεμελιώδες της γλώσσας πως το άρθρο του ουσιαστικού άνθρωπος είναι
ο και η
Είμαι έτοιμος να σε σκουντήσω τέρας αφού τυπώθηκε η θηριωδία όλου του κόσμου κι έγινε ιστορία και δεν μπορώ άλλες παραινέσεις να σκύψω εντός να πέσω εντός
Πολλές φορές ο βατήρας
είναι η παύση της γαλήνης
ένας πυρετός δίχως κλίμακα
μια ανθρώπινη κωμωδία
ένα διαπασών στο αυτί του κουφού
ένα μικρό πουλί
βουτηγμένο στο πηχτό σκοτάδι του νερού
που δεν
δεν θα πετάξει
ποτέ ξανά
\Νιώθω/ λες και \ζούσα/
\σκέφτομαι/ πως \ζω/