Δεν ήξερα τι να πω
Δώρα Κασκάλη
Δεν ήξερα τι να πω
στον άντρα που καθόταν
κι έβλεπε τα χέρια του να καίγονται.
Αποχαιρέτησα τα παιδιά
γιατί αύριο θα μεγάλωναν,
τα κρεβάτια τους θα γέμιζαν
με χλωρές επιθυμίες που εγώ
θα πρόδιδα, θα πρόδιδα.
Η σιωπή είχε πιάσει
τις γωνίες στο σπίτι
και ύφαινε, ύφαινε
όσο κι αν την ξεπάτωνα
με φονικά τσιτάτα.
Μια ετυμηγορία βλάσταινε
στα δέντρα της μακρόσυρτης άνοιξης.
Περιμέναμε μπρος στον καθρέφτη
τον αναπόδραστο θερισμό.
Οι γρίλιες μου κοιτούσαν
σε σένα, στο ανέσπερο στόμα σου
που διέλυε τις κοινοτοπίες της ευτυχίας
κι έχυνε την ορμή του
στις άδειες κόγχες της μέρας.
Ήσουν η ρίζα της ζωής
ερήμην σου.
Ήσουν το παράλογο
που θα ξανάφτιαχνε τον κόσμο.