Υπέρ αναπαύσεως
Γιάννης Αντιόχου
Je est un autre.
Arthur Rimbaud
Lettre à Georges Izambard, 13 Mai 1871
μου φαίνεται πως σχίζομαι τις νύχτες που κοιμούμαι
σαν με βυθίζει τ’ όνειρο μες στον βαθύ λιμνιώνα
μ’ ένα σεντόνι σάβανο, με φως απ’ τον αιώνα
κι όσο μακραίνουν τα οστά στα πόδια και στα χέρια
ως της καρδιάς μου τα μισά ανοίγεται το δέρμα
[στα σφαλιστά μου βλέφαρα ένας σβησμένος κόσμος]
***
ακροπατώντας σα νεκρός στων αστεριών τη ράχη
μ’ ένα δρεπάνι την καρδιά την έκοψα σα στάχυ
ήταν που έμπαινε στο νου η θλίψη του κορμιού μου
κι εχτύπαγα κι εσκίρταγα στη τόση απαντοχή μου
παιδιά νησιά εγέννησα, τρεις κάβοι η ζωή μου
[το ξέρω πως δεν είμαι εγώ, μα είναι ένας άλλος]
***
και δέθηκα, κρατήθηκα σε τόση τρικυμία
ήταν βοριά κατεβασιά, της όστριας μανία
μικρές ρωγμές στα ύφαλα, σκαρί σ’ ανεμοζάλη
όπως δακρύζει η στεριά και ρέει το ποτάμι
μυριστικά ποτίζοντας, χίλια λογιώ βοτάνια
τα αλμυρά μου δάκρυα πλημμύρισαν τ’ αμπάρια
***
κι όλος νερό θαλασσινό, άγγελος μυρωμένος
χιμούσα μέσα στις πληγές μ’ αίμα αλειμμένος
ψυχές χιλιάδες οι νεκροί τη μνήμη τους βλασταίνω
κι αφού νεκρός γεννήθηκα για τούτο δεν πεθαίνω
σ’ όσους προφέρουν τα αμήν τα κύριε ελέησόν με
σ’ όσους ραντίζουν δάκρυα καθώς φεγγοβολούνε
την ώρα που αγκαλιάζονται, που τόσο εξαντλούνται
να μπήξουν μια δαγκωματιά, να φαγωθούν, να πιούνε
να σώσουν τη νεότητα δίχως να το σκεφτούνε
σηκώνομαι ως διάβολος χτυπώντας τα φτερά μου
μα εσείς καταλαβαίνετε μόνο το άκκισμά μου
κι είμαι κραυγή, ορυμαγδός, βοή του άλλου κόσμου
***
σας κλέβω λέξεις τρυφερές στα χείλη σάς δαγκώνω
γκαστρώνοντάς τα με ιαχές τρεμίζω τη μιλιά σας
και μπλέκω δέκα δάχτυλα μες στα πυκνά μαλλιά σας
πες μ’ αγαπάς; «ναι σ΄ αγαπώ», ερωτικά αρθρώνω
μια ανάληψις ολόγυμνη σα θρήνος στο σκοτάδι
και το αίμα από τα πέλματα το σύνορo του Άδη
[στα σφαλιστά μου βλέφαρα ένας σβησμένος κόσμος]
***
κι ως να ψυχομαχήσουμε κι εισέλθουμε στο χάος
λίγη ζωή να ζήσουμε μα ολάκερο το πάθος
σε ράμφη στόματα παιδιών του πεθαμένου η σάρκα
μα είναι μόνο ψίχουλο όπως τσιμπά πουλάκι
απ’ τους αγρούς, την άσφαλτο ένα μικρό σποράκι
κεκοιμημένος στους κρημνούς ή κάτω από την πλάκα
θα μνημονεύω τους νεκρούς αφού ’ναι αυτοί που ζούνε
και στο χαρτί του ποιήματος αυτοί θε να σωθούνε
πώς έκρυψε το πρόσφορο η μάνα στο σεντόνι
και στη σφραγίδα χάραξε την οικουμένη όλη;
***
[από τη μία ζωντανός μα μέσα πεθαμένος]
***
[το ξέρω πως δεν είμαι εγώ, μα είναι ένας άλλος]