Χ.
Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας
Θα περάσουν μήνες,
που δεν θα χωρούν στις παλάμες μου.
Θα περάσουν φεγγάρια,
που δεν θα κοιμίσω στις τσέπες σου.
Θα περάσουν αγκαλιές
που δεν θα ‘χουν το σχήμα της δικής σου.
Θα περάσουν κομήτες κι αστέρια, μ’ ακούς,
που θα ξεφτίζουν
και θα κρεμάω τις νύχτες
σ’ ουρανό που ‘χει το χρώμα
απ’ το δέρμα σου.
Θα μισώ τις κρυψώνες σου όλες
μ’ ακούς;
Θα μισώ όλες μου τις λέξεις,
όλες όσες δεν πρόλαβα να σου χαρίσω,
θα μισώ τα χαμόγελα
που θα ξοδεύω σ’ απουσίες σου,
θα μισώ τα δάχτυλά μου
που δεν έσφιξαν αρκετά τη μέση σου,
μ’ ακούς,
θα μισώ τις μουσικές που σου ταίριαξα,
τον αέρα της πόλης
που ξέρω
πως κουβαλά λίγη απ’ την ανάσα σου.
Θα μισώ
τις μέρες που μεγαλώνουν.
Τις νύχτες που ‘χουν δόντια,
τους εφιάλτες
που δε φέρνουν τη φιγούρα σου.
Θα μισώ τις φίλες σου,
που μου ‘κλεβαν χρόνο
απ’ το να σε κοιτάω στα μάτια.
Μ’ ακούς;
Θα γυρεύω τη γεύση απ’ το στόμα σου
τις καμπύλες απ’ το κάτω χείλος σου
την τροχιά σου και τη σκόνη της
τ’ άρωμα απ’ το σώμα σου
τη φωνή σου κι όλα της τα κύματα
τις σιωπές ακόμα, που διάβασα
και δεν έμαθα αποστήθιση
μ’ ακούς,
θα γυρεύω τις γωνίες όλες
που νοίκιασες στη μνήμη μου
να τις στολίσω,
να ‘χουν κήπους όμορφους,
να τις ντύσω αίμα
να ‘χουν παλμό δικό τους
να γιορτάζουν
κάθε ένα από τα βράδια που ‘ρχονται,
μ’ ακούς;
Θα μάθω
να ξεχνάω
να θυμάμαι
τον ήχο που σβήνει
από τα βήματά σου.
Μ’ ακούς,
θα μάθω
πως νανουρίζω το σκοτάδι σου.
Πως τους δράκους
να σκοτώνω στα παραμύθια σου,
πως να ζωντανεύω ανεμόμυλους,
πως να χορταίνω
τη μορφή σου
μ’ ένα βλέμμα.
Μ’ ακούς;
Θα χορεύω μόνος στον κόσμο μου,
ως τη στιγμή που θα μου πιάσεις το χέρι.
Μ’ ακούς;
Θα μου κρατήσεις το χέρι.
Γιατί οι γραμμές σου
φτιάχτηκαν να σκεπάζουν τις δικές μου.