{Ο ναυαγός}
Νίκος Κατσικάνης
Πολλές φορές ναυάγησα όμως ποτέ στη θάλασσα
αλλά σε κάμαρες κλειστές μικροαστικών σπιτιών,
δάρθηκα από τα κύματα και το σκαρί μου χάλασα
σ’ άγριoυς βράχους έκπαγλων γενναίων κοριτσιών.
Και καπετάνιος ήμουνα και ναύτης και λοστρόμος
σήκωνα και κατέβαζα μονάχος τα πανιά,
νύχτα μεθούσα μ’ άψινθο και στο αυτί μου ο τρόμος
για την αγάπη μου ‘λεγε και για τη λησμονιά.
Σε καταιγίδες τροπικές μ’ έσπρωχνε το κουμπάσο
σε ξέρες από στήθια και ρουφήχτρες των μηρών,
με το τιμόνι μαεστρικά και δίχως να το σπάσω
έριχνα το παλιό σκαρί στη δίνη των καιρών.
Δεμένος στο μεσίστιο ως άλλος Οδυσσέας
από Σειρήνες πέρασα κι άλλα πολλά δεινά,
πηγαίνοντας κατάπλωρα στα χείλη μιας ωραίας
κι ας ήξερα πως ήταν ένα τέρας που πεινά.
Διάφανα ψάρια χόρευαν στη γλώσσα της επάνω
το στόμα της βαθιά ζεστή βασαλτική σπηλιά,
μην έχοντας τη δύναμη πάρα πολλά να κάνω
παραδινόμουν σε υγρά σπαραχτικά φιλιά.
Και σαν ερχόταν της αυγής η δροσερή γαλήνη
έβρισκε τα συντρίμμια μου να πλέουν στο νερό,
μ’ ένα κορμί κατάξερο το αλάτι που ‘χε πλύνει
και με οστά που στέγνωνε ο ήλιος για καιρό.