Χριστούγεννα 2016
Γιάννης Αντιόχου
Τους νεκρούς μου τους θάβω Χριστούγεννα
τους πασπαλίζω με άχνη ζάχαρη
ξεφυσώντας κουραμπιέδες
από τις πιατέλες της γυναίκας μου
—κι ας το λέω χιόνι—
και τους στολίζω
με φτηνά διάφανα γυαλάκια
παράθυρα, φινιστρίνια και φανάρια
θρύψαλα ατυχημάτων
—κι ας τα λέω παγωμένα δάκρυα—
Από τότε που έσκισα το κεφάλι μου
και λευτερώθηκε το μαύρο πουλί
δεν κλαίω πια
ανάβω μόνο τα κεριά τους
φωτίζοντας το ίδιο δωμάτιο
το ίδιο παράθυρο
τον ίδιο δρόμο
και φοράω τους χιτώνες των φλεβών μου
ποδήρεις με ταινίες
που κάποτε ήταν κόκκινοι
μετά βαθυκύανοι
ύστερα σκούροι σαν τα κυπαρίσσια
και τώρα πια εβένινοι
σαν τα μαλλιά της νεότητάς μου
Τους νεκρούς μου τους θάβω Χριστούγεννα
κοιτάζοντας την έκπαγλη Αφροδίτη
—που την λέω άστρο της Βηθλεέμ—
γιατί τα νεκροταφεία είναι άδεια στη γέννηση
και κανείς δεν θα με κατηγορήσει
πως δεν τους παραχώνω βαθιά
Έτσι κι αλλιώς
τους ίδιους νεκρούς θάβω
τόσα χρόνια
Κάποτε θα τους κάψω
αλλά θα είναι το ποίημα
της Ανάστασης