Οι ασυχώρετοι
Γιάννης Αντιόχου
im Schatten von Leipzig μην ταράξης μόνο ποτέ σου την ειρήνη των αγαπημένων. Φ. Χέλντερλιν, Το ασυχώρετο, μετ.: Ζ. Λορεντζάτος
Η αλήθεια μου είναι
μια σκοτεινή χοάνη
π’ απλώνω το χέρι
ν’ αγγίξω τα μαλλιά σου
πάντα μια στιγμή
πριν πεθάνεις
Η αλήθεια σου είναι
μια βίαιη σιωπή
που με βυθίζει στον λυγμό σου
και με πνίγει
Έγειρα στο πλάι
—πάντα ψηλά κι απελπισμένα
είναι τα κυπαρίσσια απέναντι—
κι είδα
την σκιά σου να επιστρέφει
τον νεκρό που δεν έθαψα
και την ακίνητη νύχτα
με τ’ αγκάθια στα μάγουλα
που γδέρνει
Έγειρες δίπλα μου
είχες λάσπη
και μαύρο αίμα
Είμασταν ξαπλωμένοι•
μοσχοβολούσες νύχτα
Η αλήθεια μας
είναι μεγαλύτερη
μα δεν ήρθε
η ώρα της
ακόμη
—πάντα ψηλές κι απελπισμένες
είναι οι σκιές των κυπαρισσιών
στο νεκροταφείο απέναντι—
κι εμείς
ασυχώρετοι
λάμπουμε εκεί•
στον κάτω ουρανό.