Μαργαρίτα
Ειρήνη Καραγιαννίδου
Προχθές στο παραμύθι, εκεί ανάμεσα σ’ αχνόφωτα αστέρια, γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα των νεφών – αφού πεθυμήσαμε άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς να ταξιδέψουμε – , όταν δεν μας χώραγε πια ο ουρανός, κι άχαρος και πληκτικός μας φαινόταν ο γαλαξίας, πέσαμε σε μια γλάστρα που φανέρωσε μια ύπαρξη μαγευτική, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την χλωμή μαργαρίτα που ‘γερνε σιγοτρέμοντας απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη, κι όσο αυτό ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, αν κι εκείνη το ίδιο άραγε, κι αν καμωνόταν, κι αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε, κι αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν, κι αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της, κι αν… κι αν… Μ’ αγαπά, Δεν μ’ αγαπά, Μ’ αγαπά, Δεν μ’ αγαπά θρηνούσε κι ασυλλόγιστα μαδούσε τα πέταλά της ένα ένα.
Οι μαργαρίτες κατά βάθος πιστεύουν πως είναι ντροπή να μην μπορούν να ζουν με τα δικά μας μέτρα κι όλο σκύβουν το κεφάλι. Θαρρείς είναι ταυτισμένες με τους ανθρώπους εκείνους του Μπάρκερ που ‘ναι ομορφότεροι πεσμένοι καταγής. Αλλά εσύ να τους προτιμάς όρθιους. Κι εκείνους κι αυτήν.
Σ’ αγαπά αφού.